MENU
MENU

Λεξικό ναυτικών όρων.

Επιμέλεια : Δημήτρης Καραγεωργίου

Αβαθή
Ανυψωμένο μέρος του θαλάσσιου βυθού σε σχέση με τη γύρω περιοχή, που πολλές φορές είναι επικίνδυνο για τη ναυσιπλοΐα.

Αβαρία
Κάθε ζημιά ή βλάβη που εξ ολοκλήρου ή εν μέρει θέτει σε κίνδυνο τη λειτουργικότητα ή την αποτελεσματικότητα ενός πλοίου. Επίσης, οι συνθήκες στις οποίες το πλοίο περιέρχεται ως συνέπεια ανάλογου περιστατικού.

Αγκυροβόλιο
Περιοχή της θάλασσας που παρέχει την δυνατότητα για αγκυροβόλημα.
 

Άκατος
Το μεγαλύτερο μέρος των βοηθητικών πλοιαρίων ενός ιστιοφόρου.

Ακρόπρωρο
Ξύλινη διακοσμητική παράσταση που κάποτε τοποθετούνταν στο πιο ψηλό σημείο της πλώρης του σκάφους.

Αληγείς
Άνεμοι που πνέουν από τις περιοχές με υψηλές υποτροπικές πιέσεις. Πνέουν από βορειοδυτικά στο βόρειο ημισφαίριο, και από νοτιοανατολικά στο νότιο ημισφαίριο. Γενικά πνέουν κανονικά καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.

Αλυσίδα ή καλώδιο πηδαλίου
Καθένα από τα δύο σχοινιά ή τις αλυσίδες που, από κάθε πλευρά και διαμέσου μιας ράβδου (της λαγουδέρας) ή πτέρυγας, συμβάλουν στο να μεταδώσουν στο τιμόνι την απαραίτητη περιστροφή για τους ελιγμούς του πλοίου.

Αμπάρι
Ο εσωτερικός χώρος ενός πλοίου που προορίζεται για φορτία και βρίσκεται ανάμεσα στο χαμηλότερο κατάστρωμα και τη σεντίνα.

Αναδρομικό ιστίο (βελαστράλι)
Το τραπεζοειδές πανί που δένεται σε τρία σημεία στους ιστούς: χαμηλά στην μπούμα, μπροστά στον ιστό και ψηλά στο πίκι.

Αναρρόφηση (με αντλία ή άλλο μέσο)
Η αφαίρεση του νερού από το εσωτερικό ενός πλοίου ή πλεούμενου, χρησιμοποιώντας σέσουλες ή τσάσκες, ξύλινες κουτάλες με κοντό χερούλι ή , ακόμη, κουβάδες.

Αντένα
Το δυνατό κοντάρι στο οποίο είναι περασμένο ένα πανί λατίνι. Όταν οι διαστάσεις του πλοίου το απαιτούν, είναι σύνθετη και κάθε άξονας που το συναποτελεί έχει ένα ιδιαίτερο όνομα: κάρο, κορυφή, στάχυ.

Αντιμονή
Πλέω εν αντιμονή σημαίνει ελαττώνω την ταχύτητα του πλοίου, για την αποφυγή ζημιών από την τρικυμία: για να γίνει αυτό το πλοίο πρέπει να στραφεί προς την κατεύθυνση του ανέμου, «πλέοντας την εγγυτάτη» ,και να μειώσει τα ιστία μόνο στα χαμηλά πανιά (ιστία θυέλλης).

Άνω σακολέβα
Μικρό τετράγωνο πανί πάνω από τον ιστό της σακολέβας, που συνήθως βρίσκεται κάτω από το μπομπρέσο.

Ανώτατο κατάστρωμα
Το κατάστρωμα που καλύπτει το επάνω μέρος του σκάφους κάθε πλοίου.

Άξονας
Κάθε κορμός των σύνθετων ιστών.

Αράζω
Προσδένω το πλοίο στην προκυμαία, έτσι ώστε η μία του πλευρά ( συνήθως το ένα πλευρό ή η πρύμνη ) να βρίσκεται σε επαφή με αυτή.

Αρμάδα
Παλαιότερη ονομασία για μεγάλο πολεμικό στόλο.

Αστρολάβος
Αρχαίο ναυτικό εργαλείο που αποτελείται από μια βαθμονομημένη στεφάνη ( επάνω στην οποία υπήρχαν διάφορες ενδείξεις ) και μια ασταθή ράβδο. Χρησιμοποιήθηκε μέχρι το 18ο αιώνα για τη μέτρηση του ύψους τω αστέρων στον ορίζοντα.

Βελαστράλι
Ιστίο αρμού που δένεται πάνω σε ένα στράλι (στάντζο).

Βιράρισμα
Ελιγμός του πλοίου που εκτελείται για να αλλάξει η πλευρά από την οποία δέχεται τον άνεμο, περνώντας την πλώρη είτε προς τη φορά του ανέμου είτε αντίπρωρα προς την κατεύθυνσή του.

Βύθισμα
Το τμήμα του πλοίου που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Βάθος στο οποίο βρίσκεται η γραμμή βυθίσματος ή το χαμηλότερο σημείο του βυθισμένου μέρους ( που αποκαλείται ύφαλα ) οποιουδήποτε πλοίου ή σκάφους.

Γαλεάσσα
Πλοίο που έμοιαζε πολύ με γαλέρα, πιο μεγάλο όμως και με μεγαλύτερη επιφάνεια ιστίων. Συνήθως έφερε τρία κατάρτια.

Γαλέρα
Πλοίο που προέρχεται από το ρωμαϊκό navis longa και που το 16ο αιώνα έφτασε στη μέγιστη ακμή του. Ήταν κωπήλατη, αν και είχε επίσης λατίνια (τριγωνικά πανιά). Ήταν εξοπλισμένη με κανόνια και χαρακτηριζόταν από ένα μεγάλο μπρούτζινο έμβολο στην πλώρη για να βυθίζει τα εχθρικά πλοία.

Γαλιόνι
Ιστιοφόρο χωρίς κουπιά, με μεγάλη χωρητικότητα και συνήθως βαρύ οπλισμό. Εκτός από το μπομπρέσο, είχε δύο ή τρία κατάρτια με τετράγωνα πανιά και σε αυτό της πρύμνης έφερε τριγωνικό πανί ( αργότερα αντικαταστάθηκε από άλλο, τετράγωνο πανί). Η επινόησή του έχει αποδοθεί στον Ισπανό Αλβάρο ντε Μπάθαν τον πρεσβύτερο. Θεωρείται η εξέλιξη της καράκας και της γαλέρας.

Γάμπια
Το δεύτερο, επάνω από το κατάστρωμα, τετράγωνο πανί των ιστιοφόρων, ο δόλων.

Γέφυρα
Οποιαδήποτε συνεχής κατασκευή που διαιρεί οριζόντια το πλοίο ή καλύπτει το σκάφος. Σε αυτή την περίπτωση, ονομάζεται «επάνω κατάστρωμα» ή απλά «κατάστρωμα».

Γολέτα
Πλοίο με μπομπρέσο (πρόβολος) και δύο κατάρτια επικλινή προς την πλώρη με ωοειδή πανιά. Όταν στο κατάρτι του τρίγκου (ακάτιος ιστός) ξεδιπλώνεται τετράγωνο πανί, το πλοίο ονομάζεται γολέτα γάμπια.

Γολετόμπρικο
Πριν το 1850, ο όρος γολετόμπρικο αποδίδονταν στα αγγλικά με τον όρο «ερμαφρόδιτο μπρίκι». Ο πρυμιός ιστός είχε πανιά « του μήκους» (ράντα με μάτσα, φλίσι και τέσσερις στραλιέρες). Ο πλωριός ιστός είχε τέσσερις σταυρώσεις (τρίγκο, μονή γάμπια, παπαφίγκο και κόντρα) και τέσσερις φλόκους (φλόκο, έξω φλόκο και φλοκίνι). Το μπάνιο της ράντας ήταν σηκωμένο έτσι ώστε να επιτρέπει στον άνεμο να χτυπά τα πανιά που βρίσκονται μπροστά από αυτό.

Γραντί

Πλάγια πλευρά του τετράγωνου ιστίου.

Γραντί ραφής
Σχοινί ενίσχυσης σε κάθε πλευρά του πανιού. Χρησιμοποιούνται για να υποδεικνύουν τη μακριά πλευρά του πανιού, από την οποία το πανί δενόταν στην κεραία ή στον ιστό.

Διανομέας
Ναύτης που είναι υπεύθυνος για τη διανομή των πυρομαχικών.

Διάπλους
Ο πλους διαμέσου, διάπλευση.

Διαχωριστικό (μπουλμές)
Στοιχείο κάθετης, συνήθως εσωτερικής, διαίρεσης των σκαφών.

Διοικητής μοίρας
Μέχρι το 19ο αιώνα ήταν ο επικεφαλής διοικητής μιας μοίρας και, συνεπώς, αμέσως ανώτερος του ναυάρχου, στον οποίο συνήθως μεταφέρονταν αρμοδιότητες περισσότερο ναυτικές παρά στρατηγικές.

Δοκάρι
Καθεμία από τις κύριες δομές που χρησιμοποιούν για να στηρίζουν τα ιστία. Κάθε κατάρτι διακρίνεται με βάση την κατά μήκος ( του τρίγκου, της μαΐστρας - ή μεγίστης -, της μετζάνας) και τα πανιά με τα οποία συνδέονται μέσω των κεραιών, καθώς και με βάση τη διαμόρφωσή τους (σύνθετο, μονοκόμματο και σαρακηνό, με τετράεδρη κορυφή).

Δόλωνας
Τετράγωνο πανί που δένεται στον ιστό της μαΐστρας επάνω από τη μαΐστρα. Από αυτό παίρνει το όνομά του ο άξονας που συγκρατεί (ιστός δόλωνα).

Έδρα νομέα
Το κάτω μέρος ενός πλευρού, δηλαδή αυτό που είναι σε επαφή με την καρίνα.

Εκτόπισμα
Ο όγκος και, επομένως, το βάρος του νερού που εκτοπίζει ένα πλοίο.

Έξαλα
Το μέρος ενός σκάφους που βρίσκεται πάνω από τη γραμμή επίπλευσης.

Εξοπλισμός
Το σύνολο των εξαρτημάτων και των οργάνων που υποστηρίζουν και ελέγχουν τα ιστία του πλοίου, καθώς και εκείνα που χρειάζεται για τις συνήθεις ναυτικές εργασίες.

Επιδρομίσκος
Το τριγωνικό πανί που είναι υψωμένο πάνω από τη ράντα.

Επίδρομο
Παλαιότερα ονομαζόταν έτσι το λατινικό πανί που δενόταν στο κατάρτι κοντύτερα στην πρύμνη, το οποίο πήρε από το όνομά του. Στη συνέχεια, το επίδρομο εξαφανίστηκε και αντικαταστάθηκε από το ωτοειδές ιστίο και έτσι η αντένα του ονομάστηκε αντένα χωρίς πανί, επειδή δεν υποστήριζε πλέον κανένα πανί.

Επίδρομος
Παλαιότερα ονομαζόταν έτσι το λατίνι πανί που δενόταν στο κατάρτι κοντύτερα στην πρύμνη, στο οποίο έδινε το όνομά του. Αργότερα , ο επίδρομος εξαφανίστηκε και αντικαταστάθηκε από το ωτοειδές ιστίο, ενώ η κεραία του ονομάστηκε απλή κεραία , επειδή δεν υποστήριζε πλέον κανένα πανί.

Επίμηλο του ιστού
Εξάρτημα με μορφή πόμολου ελλειπτικού σχήματος τοποθετημένο στην κορυφή των κονταριών της σημαίας και των ιστών.

Επισκευή καρίνας
Διαδικασία καθαρισμού και προστασίας της καρίνας που γινόταν κάποτε με επάλειψη πίσσας ή με επένδυση με λεπτά φύλλα χαλκού.

Επίστεγο (κάσσαρο)
Υπερυψωμένο τμήμα της γέφυρας του καταστρώματος ανάμεσα στον ιστό της μαΐστρας και αυτόν της πρύμνης, στον οποίο βρίσκονταν συνήθως οι καμπίνες των αξιωματικών.

Επιστήλιο
Τετράγωνο πανί δεμένο επάνω από αυτό του τρίγκου, και το μικρό κατάρτι που αντιστοιχεί σε αυτό.

Επωτίδα (καπόνι)
Ο γερανός και το παλάγκο με τα οποία ανέβαζαν τις άγκυρες έως το επίπεδο του άνω καταστρώματος, μετά το σαλπάρισμα, με ένα ειδικό μανουβέλο, το λεγόμενο «εργάτη».

Εσχάρα, σκάρα ή σκαρί
Τμήμα σχάρας ναυπηγείου που επεκτείνεται στη θάλασσα ως εξωτερική σκάλα ή κινητή πασαρέλα για την άνοδο στα πλοία από σκάφη υπηρεσίας ή από τις αποβάθρες.

Ζενίθ
Σημείο της ουράνιας σφαίρας που βρίσκεται στην κατακόρυφη η οποία διέρχεται από τον παρατηρητή.

Ζενιθιακή απόσταση
Γωνιακή τιμή της απόστασης ενός αστέρα από τι ζενίθ.

Ζυγόν (καμάρι)
Κυρτό δομικό στοιχείο που στηρίζει το κατάστρωμα (στα μικρότερα πλοία, αποκλειστικά το επάνω κατάστρωμα) και συνδέει μεταξύ τους τα τοιχώματα.

Θύελλα
Βιαιότατος και στροβιλώδης άνεμος που πλήττει μία ευρεία θαλάσσια περιοχή, δεν συνοδεύεται όμως πάντα από σύννεφα βροχή και καταιγίδες.

Θυρίδα
Τετράγωνο ή ορθογώνιο άνοιγμα στις πλευρές, που προοριζόταν για την έξοδο του στομίου του κανονιού κατά τη χρήση. Με ήρεμη θάλασσα και μέσα στο λιμάνι χρησιμοποιούνταν και για αερισμό του εσωτερικού του πλοίου.

Ίσαλος γραμμή
Η γραμμή που χαράζεται στις πλευρές ενός πλοίου, στο ύψος όπου αυτές εφάπτονται με την επιφάνεια της θάλασσας.

Ιστία αρμού
Τα ιστία των οποίων η εμπρόσθια ακροδέτηση βρίσκεται στον επιμήκη άξονα του πλοίου ή πολύ κοντά του.

Κάβος
Χοντρό σχοινί με το οποίο δένουν τα αγκυροβολημένα καράβια.

Καλαφάτισμα
Γέμιση των ρωγμών ενός πλοίου που κάποτε γινόταν με ξεφτίσματα από παλαμάρι στυμμένα και εμποτισμένα με πίσσα τη στιγμή που επισκευαζόταν η σανίδωση. Με ειδικά σκαρπέλα το καλαφάτισμα εισάγονταν με πίεση στις συνδέσεις τη σανίδωση ( λεγόμενες και τσόντες ), έτσι ώστε να τις στεγανοποιήσουν χωρίς να μειώσουν την ελαστικότητά τους.

Καλίμπρα
Μοντέλο που χρησιμοποιούνταν στα ναυπηγεία για τη συναρμολόγηση των τμημάτων μιας ναυτικής κατασκευής.

Καλούπι
Περίγραμμα-υπόδειγμα που χρησιμοποιούσαν στα ναυπηγεία για να κοπούν τα κομμάτια για την κατασκευή πανομοιότυπων πλοίων.

Καράκας
Ιστιοφόρο πλοίο χωρίς κουπιά. Πολεμικό ή φορτηγό, με μεγάλες υποδομές πλώρης και πρύμνης (πρόστεγο κα επίστεγο) έφερε τρία κατάρτια, το καθένα από τα οποία είχε ένα μόνο μεγάλο πανί, τετράγωνο στα μπροστινά κατάρτια ( τρίγκος ή μαΐστρα ) και λατίνι ( τριγωνικό ) στο πίσω κατάρτι ή στη μετζάνα.

Καρέ
Στα παλιά ιστιοφόρα, σημείο συγκέντρωσης των αξιωματικών. Ονομαζόταν έτσι επειδή ήταν ο μόνος χώρος σε όλο το πλοίο με ευθύγραμμα όρια που ήταν σε ορθή γωνία μεταξύ τους.

Καρίνα
Βασικό δομικό στοιχείο κάθε ναυτικής κατασκευής, αποτελούμενο από έναν ή πολλούς ζυγούς ενωμένους γερά μεταξύ τους, που εκτείνονται από την πλώρη έως την πρύμνη στα ύφαλα του πλοίου. Μερικές φορές ενισχύεται από μία επιπλέον κατασκευή που τοποθετείται ακριβώς από πάνω και λέγεται εσωτερική καρίνα σωτρόπι.

Καρνάγιο
Μικρό ναυπηγείο για επισκευές.

Κατάδικος γαλέρας Ο καταδικασμένος για κοινά εγκλήματα που ήταν αναγκασμένος να κωπηλατεί σε γαλέρες. Συνήθως αλυσοδεμένοι στους πάγκους, οι κατάδικοι ικανοποιούσαν εκεί όλες τις ζωτικές τους ανάγκες και δεν μπορούσαν να ελευθερωθούν από τα δεσμά τους σε περίπτωση που το πλοίο βυθιζόταν. Ο όρος χαρακτήριζε στην αρχή οποιονδήποτε επιβιβαζόταν σε γαλέρα, ακόμα και τον πηδαλιούχο.

Κατάρτι
Μεγάλο κυλινδρικό δοκάρι κάθετο στον άξονα του πλοίου, όπου κρεμιούνταν οι κεραίες που στηρίζουν τα πανιά, ιστός.

Κατάστρωμα
Το δάπεδο που καλύπτει εξωτερικά το σκάφος κάθε πλοίου.

Κεντρική πόστα
Πλευρό που βρίσκεται στο μέγιστο πλάτος.

Κέρκος ή μάτσα
Ειδικός τύπος ράντας που αποτελείται από δύο παράλληλους πασσάλους ενωμένους στο ανώτερο μέρος, δηλαδή σε εκείνο με το οποίο συνδέεται με το κατάρτι. Ονομάζεται έτσι εξαιτίας της ομοιότητάς του με το διχαλωτό οστό στο στέρνο του κοτόπουλου, στα αγγλικά wishbone («κόκαλο της επιθυμίας»), στα ελληνικά «γιάντες».

Κολομπίρι
Λαιμός του ιστίου.

Κοντάρι ή πάσσαλος του κονραφλόκου
Μεγάλο κοντάρι τοποθετημένο ως επιμήκυνση του μπομπρέσου, για να μπορεί να συνδέσει πάνω του η μούρα (η κάτω και μπροστινή γωνία) του πιο προωθημένου φλόκου.

Κοντάρι
Μακρύ και ίσιο ξύλο, είδος δόρατος.

Κοντραφλόκος
Ο πιο προωθημένος από τους φλόκους.

Κοντραφλόκος
Ο πιο προωθημένος φλόκος.

Κουπαστή
Το ανώτερο ύψος των πλευρών μιας βάρκας, στο οποίο τοποθετούνται κατά κανόνα οι σκαρμοί για τα κουπιά.

Κουρζέτο
Πλαίσιο σχηματισμένο από ξύλινες ράβδους (επονομαζόμενες πλάγιες και εγκάρσιες) που χρησιμεύει διαμέσου των επιτόνων του παπαφίγκου να καταστήσει άκαμπτο το ομώνυμο επιστήλιο.

Κούρσεμα
Πολεμική ενέργεια που ασκείται με την άδεια του κράτους, με σκοπό την καταστροφή του εμπορικού στόλου εχθρικής χώρας. Διαφέρει από την πειρατεία, η οποία έχει μοναδικό στόχο τη λεηλασία των πλοίων ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους .

Κουρτελάτσα
Βοηθητικό πανί με τραπεζοειδές σχήμα, το οποίο τοποθετείται δίπλα σε αυτό της γάμπιας, όταν έχει λίγο αέρα.

Κόφα
Ξύλινη πλατφόρμα τοποθετημένη οριζόντια στην κορυφή του ψηλότερου άξονα των καταρτιών, έτσι ώστε να συμβάλλει στη συνολική αντοχή του συμπλέγματος των καταρτιών, παρέχοντας το απαραίτητο έρεισμα στα ξάρτια του δόλωνα (γάμπια). Από αυτή την πλατφόρμα πραγματοποιούνταν ο ελιγμός με τα ψηλά πανιά και στη διάρκεια της μάχης οι πυροβολισμοί με ελαφρά όπλα..

Κυρτότητα (ή σιμότητα)
Το κυρτό μέρος από την πλώρη μέχρι την πρύμνη.

Κύτος
Κυριολεκτικά είναι ο χώρος ανάμεσα στο κατώτερο κατάστρωμα και στα ύφαλα του πλοίου. Γενικότερα , είναι ο εσωτερικός χώρος ενός πλοίου που προορίζεται για το φορτίο.

Λαγουδέρα
Κοντάρι μεγάλης αντοχής με το οποίο στρίβει το πτερύγιο του τιμονιού.

Λασκάδα Σφοδρός άνεμος που πνέει πλάγια από την πρύμνη.

Λατίνι Τριγωνικό πανί.

Λάτσο Προπέτεια της πλώρης ή της πρύμνης ενός πλοίου, που τείνει έτσι να έχει μεγάλη κλίση σε σχέση με την ίσαλο γραμμή.

Λέμβος
Μικρό πλοιάριο που κινείται με κουπιά ή πανιά, βάρκα.

Μαζεύω
Συλλέγω και δένω σφιχτά τα πανιά στα σημεία των ιστών που τα συγκρατούν.

Μαϊνάρω
Κατεβάζω κάθε αναρτημένο αντικείμενο κάνοντας να κυλήσει το κινητό μέρος του μηχανισμού που το συγκρατεί. Το ρήμα χρησιμοποιείτε περισσότερο σχετικά με κεραίες, ιστία, σημαίες, σινιάλα.

Μαΐστρα
Μεγάλο τετράγωνο πανί ιστιοφόρου και το αντίστοιχο μεγάλο κατάρτι.

Μάσκες
Τμήματα των πλευρών του πλοίου απ’ όπου ξεκινά η κλίση της πλώρης.

Μέγιστο πλάτος
Μέγιστο πλάτος του πλοίου, εκτός από την εξάρτιση και τον οπλισμό.

Μέγιστο πλάτος
Μέγιστο πλάτος του πλοίου, εκτός από την εξάρτιση και τον οπλισμό.

Μετζάνα
Το τελευταίο κατάρτι του πλοίου, δηλαδή αυτό που βρίσκεται πιο κοντά στην πρύμνη.

Μετζάνα
Το τριγωνικό πανί του ιστού της μετζάνας, όταν φέρει πανί.

Μήκος ή μυοδρόμων
Γολετόμπρικο που διαθέτει ένα τρίτο κατάρτι, στη θέση εκείνου της μετζάνας (δηλαδή πίσω από τα άλλα δύο και προς την πρύμνη), επονομαζόμενο και πάσσαλος, εξοπλισμένο με ωοειδή ιστία.

Μήκος
Μέγιστο μήκος του πλοίου, εκτός από τα στοιχεία της εξάρτισης και του οπλισμού.

Άνω σακολέβα
Μικρό τετράγωνο πανί επάνω από τον ιστό της σακολέβας, που συνήθως βρίσκεται κάτω από το μπομπρέσο.

Μίστικο
Ιστιοφόρο με περισσότερα κατάρτια και πανιά μεικτής μορφής(εξ ου και το όνομα), άρα χωρίς ξεκάθαρο χαρακτήρα. Το 18ο και 19ο αιώνα ονομάστηκε επίσης πολάκα.

Μοίρα
Τμήμα στόλου ή στρατού.

Μουράτο (πλαϊνά τοιχώματα)
Το πλευρό του πλοίου πάνω από τη γραμμή επίπλευσης. Ο όρος συχνά συγχέετε με τη «μούρα» (που είναι ο συνήθης ελιγμός με τον οποίο, στα πλοία με τα τετράγωνα πανιά, τα πανιά συγκρατιούνται από την κάτω πλευρά προς την πλώρη) και, επίσης, με την «μπορντάτα» (ομοβροντία), η οποία σημαίνει τον ταυτόχρονο κανονιοβολισμό από όλα τα κανόνια μιας πλευράς ενός πλοίου.

Μπάντα
Γενική ονομασία του πλευρού του πλοίου.

Μπομπάρδα
Ολλανδικό πλοίο με πλώρη και πρύμνη πολύ όμοιες μεταξύ τους και χωρίς λάντσο. Χρησιμοποιήθηκε για τη μικρή ακτοπλοΐα και είχε δύο ιστούς: εκείνον της μαΐστρας (ή μεγίστης), τοποθετημένο σχεδόν στα μισά του μήκους, και εκείνον της μετζάνας. Ο ιστός της μαΐστρας ήταν εξοπλισμένος με μαΐστρα, γάμπια και παπαφίγκο και με διάφορους φλόκους, ενώ της μετζάνας ήταν, αντίθετα, εξοπλισμένος με αναδρομικά ιστία (βελαστράλια). Η ονομασία χρησιμοποιείται επίσης για αποκλειστικά εμπορικά πλοία.

Μπομπρέσο ή πρόβολος
Ιστός οριζόντιος ή με πολύ μεγάλη κλίση, στην ίδια κατεύθυνση με το διαμήκη άξονα του σκάφους που προεξέχει από την πλώρη και συγκεντρώνει τους διάφορους φλόκους.

Μπότερ Αλιευτικό σκάφος, ολλανδική κατασκευής, χωρίς καρίνα . Χαρακτηριστικό του ήταν ο τρίγκος που έφθανε πολύ πέρα από το κατάρτι.

Μπουκαπόρτα
Άνοιγμα, συνήθως τετράπλευρο, στο άνω κατάστρωμα που επιτρέπει την πρόσβαση και τη φόρτωση στους κάτω χώρους. Διαθέτει ένα στεγανό κλείστρο, το οποίο κάποτε ονομαζόταν «quartiere» (τέταρτο), και ανάλογα με το σχήμα και τη διάσταση του τελευταίου, παίρνει ειδικότερα ονόματα, όπως στέγαστρο, βήμα, στόμιο.

Μπουρλότο
Πυρπολικό πλοίο φορτωμένο με εύφλεκτα υλικά (και από το 17ο αιώνα και με εκρηκτικά ) το οποίο, είτε με μέσα πρόωσης ή αφήνοντας να κατευθυνθεί μόνο του, ριχνόταν εναντίον των εχθρικών πλοίων προκαλώντας πυρκαγιά.

Ναυαρχίδα
Ένα από τα ισχυρότερα πλοία της πολεμικής μοίρας, στον οποίο επιβαίνει ο ναύαρχος, ως αρχηγός στόλου.

Ναύαρχος Αρχηγός στόλου.
Ο ανώτατος βαθμός αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού.

Ναύσταθμος
Λιμάνι ή όρμος με ειδικές εγκαταστάσεις, για τις διάφορες ανάγκες του πολεμικού ναυτικού.

Νημεμία
Στην κυριολεξία απουσία αέρα, άσχετα από την κατάσταση της θάλασσας, η οποία μπορεί να είναι ήρεμη ή ταραγμένη.

Νομέας ή πλευρό
Βασικό στοιχείο της εγκάρσιας δομής κάθε ξύλινου σκάφους. Στις ξύλινες κατασκευές αποτελείτο από τέσσερα τμήματα που ονομάζονταν, από κάτω προς τα επάνω: έδρα νομέα, στραβόξυλο, σκαλμός και στήριγμα. Τα πλευρά του, πάντα σε μεγάλη ποσότητα, τοποθετούνται κάθετα στην καρίνα, σχηματίζοντας μια φαρδιά καμπύλη.

Νομέας
Συνώνυμο της πόστας ( βλ. λέξη ).

Όρτσα
Παράγγελμα με το οποίο το πλοίο στρέφεται, ώστε να αποκτήσει πορεία αντίθετη προς τον άνεμο.

Πάγκος
Σανίδα τοποθετημένη κάθετα σε ένα σκάφος για να μπορούν να κάθονται οι κωπηλάτες.

Παπαφίγκος
Πανί που βρίσκεται πάνω από το δόλωνα. Έτσι ονομάζεται και το αντίστοιχο κατάρτι και η αντένα. Το ίδιο πανί όταν δένεται στο τουρκέτο (καθώς επίσης και στη μαΐστρα ) ονομάζεται πλωριός παπαφίγκος .

Παραπέτο
Ξύλινο στηθαίο που ορίζει το επάνω κατάστρωμα. Παλαιότερα τοποθετούνταν στο εσωτερικό του κιβώτια που χρησιμοποιούνταν για την φύλαξη, στη διάρκεια της ημέρας, των κρεβατιών των ναυτών, και μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως αμυντικό οδόφραγμα.

Παρέκκλιση
Απομάκρυνση ενός πλοίου από τη ρότα του, όταν παρασύρεται από το ρεύμα που δεν είναι παράλληλο προς την κίνησή του.

Περίζωση
Ανώτερο μέρος του σανιδώματος ενός πλοίου. Συνήθως έχει μεγαλύτερο πάχος από το υπόλοιπο μέρος του σανιδώματος και, μαζί με τη ζυγοδόκη, που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με αυτήν μέσα στο σκαρί, συμβάλλει στην ενίσχυση.

Πίγκος
Ιστιοφόρο με τρία σαρακηνά κατάρτια (δηλαδή μονοκόμματα με τετράεδρη κορυφή, που χρησιμοποιούνταν γενικά στα πλοία με πανιά λατίνια), το πλέον πρωραίο εκ των οποίων ήταν επικλινές προς τα εμπρός.

Πίκι
Κοντάρι τοποθετημένο λοξά πάνω σε έναν ιστό που χρησιμοποιείται στα σκάφη με τετράγωνα ιστία για να δεθεί εκεί η άνω πλευρά της ψάθας (η ράντας) της μετζάνας.

Πινάτσα Παλαιό ελαφρύ ιστιοφόρο με λεπτό σκάφος ( δηλαδή πολύ μακρύ σε σχέση με υο πλάτος ) και συνήθως εξοπλισμένο με τρία κατάρτια, αλλά και με βοηθητικά κουπιά. Συνήθως είχε το ρόλο της περιπολίας των ακτών, ενώ χρησιμοποιήθηκε επίσης σε αποστολές εξερεύνησης και γι’ αυτό συχνά περιλαμβανόταν ανάμεσα στα πλοία μιας αποστολής. Αργότερα ( εκτός από «άκατος» ) ονομάστηκε έτσι το μεγαλύτερο μέρος των βοηθητικών πλοιαρίων ενός ιστιοφόρου, που χρησιμοποιούνταν για να ρυμουλκήσουν το ιστιοφόρο όταν δεν φυσούσε.

Πλακέτα Προεξοχή με σχισμή που εφαρμόζει επάνω στα αστρονομικά και τοπογραφικά όργανα. Η σχισμή χρησιμοποιείται ως δείκτης.

Πλάτος
Μέγιστο πλάτος του πλοίου, εκτός από τα στοιχεία της εξάρτισης και του οπλισμού.

Πλευρό πλοίου
Υποδεικνύει καθεμία από τις δύο πλευρές του. Η ιταλική έκφραση «a bordo» ( επί του πλοίου ) υποδεικνύει όλα αυτά που βρίσκονται επάνω ή μέσα στο πλοίο. Όταν αναφέρεται στην κίνηση των ιστιοφόρων υποδεικνύει τη διαδρομή που κάνουν, διατηρώντας ουσιαστικά σταθερή τη γωνία με τον άνεμο.

Πλοία γραμμής
Ονομασία των πλοίων μάχης λόγω της παράθεσης τους σε ευθεία γραμμή όταν ετοιμάζονταν για τη μάχη.

Πλώρη
Το μπροστινό μέρος ενός σκάφους.

Πλώρη
Το μπροστινό μέρος του πλοίου.

Πλωτό βάθρο ή ποντόνι
Μεγάλη πλωτή δεξαμενή χωρίς μέσα προώθησης που χρησιμοποιείται στα λιμάνια για την μεταφορά μεγάλων φορτίων ή μηχανημάτων μεγάλου όγκου.

Ποδόσταμο
(πρύμνης / πλώρης) Δομικό στοιχείο στο οποίο καταλήγει το σκάφος σε κάθε του άκρη. Μπορεί να είναι ίσιο ή καμπύλο.

Ποδόστημα
Δομικό στοιχείο που κλείνει το σκάφος στην πρύμνη και συνδέεται με την καρίνα διαμέσου ενός άλλου στοιχείου μαζί με οποίο αποτελεί την πτέρνα του πλωτήρα. Στις αρχαίες ναυτικές κατασκευές και, ακόμη και σήμερα, στις πιο μικρές, στο ποδόστημα συνδέονται οι πείροι στήριξης (αρμοί) του πηδαλίου.

Πόντζα
Παράγγελμα με το οποίο απομακρύνεται η πλώρη του πλοίου από τη διεύθυνση κατά την οποία φυσάει ο άνεμος .

Πορεία
Η διαδρομή που ακολουθεί ένα πλοίο στη θάλασσα γενικώς χαράζεται σε ναυτικούς χάρτες.

Πορτολάνος
Ναυτικός χάρτης με στοιχεία για τις ακτές και τα λιμάνια.

Πόστα
Βασικό στοιχείο της εγκάρσιας δόμησης κάθε ξύλινου σκάφους. Στις ξύλινες κατασκευές αποτελούνταν από τέσσερα κομμάτια που ονομάζονταν, από κάτω προς τα επάνω : έδρα νομέα, στραβόξυλο, σκαλμός και σκαρμός

Πρόβολος ή μπομπρέσο
Ιστός οριζόντιος ή με πολύ μεγάλη κλίση, στην ίδια κατεύθυνση με το διαμήκη άξονα του σκάφους, που προεξέχει από την πλώρη και συγκεντρώνει τους διάφορους φλόκους.

Προσαράζω
Καθίζω σε ύφαλο ή σε ρηχά νερά.

Προσήνεμος
Αυτός που βρίσκεται στην πλευρά από την οποία φυσά ο άνεμος.

Πρόστεγο
Παλαιότερα έτσι προσδιοριζόταν το μέρος του καταστρώματος ενός πλοίου ανάμεσα στο τουρκέτο και την πλώρη. Το πρόστεγο ήταν πολύ ψηλό και πλατύ στις εμπορικές καράκες. Το ύψος του άρχισε να μειώνεται στα γαλόνια και ακόμη περισσότερο στα πλοία της γραμμής ( δηλαδή στα πολεμικά σκάφη ) και στις φρεγάτες.

Προτονίδα του τουρκέτου (ακάτιου ιστού) ή στραντζιέρα Ο χαμηλότερος και ο πιο συμπτυγμένος φλόκος.

Πρύμνη Το πίσω μέρος ενός σκάφους.

Πρύμνη Το πίσω μέρος του πλοίου .

Πρυμνιό ιστίο Το πιο χαμηλό από τα τετράγωνα πανιά που είναι δεμένα στον ιστό της μετζάνας, συνήθως επάνω από το λατίνι που στηρίζεται πάντοτε στον ιστό της μετζάνας.

Πυριτιδαποθήκη
Το μέρος του κύτους όπου αποθηκεύονται το μπαρούτι και τα πολεμοφόδια ενός πλοίου.

Ράβδος-δοκός
Το καθένα από τα δύο μέρη μιας πλευράς, πριν ακόμη συναρμολογηθεί.

Ρότα
Η πορεία του πλοίου.

Σάγουλα
Ειδική ονομασία ενός συγκεκριμένου τύπου σπάγκου και ονομασία σχοινιού ή κάβου μικρής διαμέτρου.

Σακολέβα
Μικρό τετράγωνο πανί, που δένεται κάτω από το μπομπρέσο.

Σαλπάρω
Για πλοίο που σηκώνει άγκυρες και ανοίγεται στη θάλασσα.

Σαλπάρω
Ρήμα που περιγράφει τους ελιγμούς οι οποίοι γίνονται για το τράβηγμα της άγκυρας από το βυθό και για το ανέβασμά της στο πλοίο, επιτρέποντάς του έτσι να τεθεί σε κίνηση. Ωστόσο το ρήμα χρησιμοποιείται, επίσης, για να υποδείξει την ενέργεια της λύσης των αγκυροβολίων με τα οποία ένα πλοίο είναι δεμένο στην ακτή.

Σεμπέκ
Σκάφος αραβικής προέλευσης που αρχικά προοριζόταν για ψάρεμα, χρησιμοποιήθηκε, όμως από τους κουρσάρους στη διάρκεια του 16ου και 17ου αιώνα. Είχε τρία κατάρτια: τα δύο στην πλώρη, με ένα λατίνι το καθένα, και ένα στην πρύμνη, με ωτοειδές πανί.

Σεντίνα
Εσωτερικό κάτω μέρος του καραβιού, όπου συνήθως τοποθετείτε η σαβούρα και συγκεντρώνονται τα βρόμικα νερά.

Σεντίνα
Εσωτερικό κάτω μέρος του καραβιού, όπου συνήθως τοποθετείται η σαβούρα και συγκεντρώνεται το νερό που τη διαποτίζει.

Σημαδούρα
Μέρος του δρομόμετρου το οποίο αποτελείται από μια σανίδα φορτωμένη με έρμα, με τέτοιο τρόπο ώστε να πλέει παραμένοντας κάθετη. Η σημαδούρα ριχνόταν στη θάλασσα από την πρύμνη του πλοίου και παρέμενε θεωρητικά ακίνητη ενώ το πλοίο απομακρυνόταν έτσι, ξετυλιγόταν ο σπάγκος που τη συγκρατούσε ο οποίος έφερε ανά διαστήματα κόμπους, ο αριθμός των οποίων, υπολογισμένος βάσει της κλεψύδρας, έδειχνε τα ναυτικά μίλια που έκανε το πλοίο σε μία ώρα, την ταχύτητά του δηλαδή σε μίλια ανά ώρα: γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η ταχύτητα στη θάλασσα εκφράζεται ακόμα και σήμερα σε κόμβους.
Σκαλμός
Κεντρικό στοιχείο του πλευρού, που βρίσκεται μεταξύ του στραβόξυλου και του στηρίγματος και συνήθως αντιστοιχεί στον άξονα επίπλευσης.

Σκάτσα (επίσης ξυλοκιβώτιο ιστοπέδης και υποπτερνίδα ιστού)
Δομικό στοιχείο στο οποίο στηρίζεται και εφαρμόζει σφηνώνοντας το κάτω άκρο του ιστού, η λεγόμενη μήκια.

Σλέπι
Βοηθητικό ή σωστικό πλοιάριο.

Στάντζος ή στράλι
Καραβόσχοινο το οποίο, καθώς είναι στερεωμένο στο κατάστρωμα, στηρίζει τον ιστό εντός πλοίου από τη μεριά της πλώρης.

Στήριγμα
Ανώτερο στοιχείο ενός πλευρού, που συνήθως εξέχει από το κατάστρωμα και στηρίζει το πλευρό του επάνω καταστρώματος.

Στίγμα Σημείο πάνω σε ναυτικό χάρτη που δείχνει τη γεωγραφική θέση πλοίου σε ορισμένη στιγμή της πορείας του.

Στόλος Το σύνολο των πολεμικών πλοίων μιας χώρας. Δηλώνει επίσης μια ομάδα πλοίων που πλέει σε κάποια θάλασσα.


Στόμιο Υποδεικνύει είτε το πλαίσιο ή το κάλυμμα, που είναι τοποθετημένο γύρω από κάθε άνοιγμα του ανώτερου καταστρώματος για να εμποδίζει την είσοδο του νερού, είτε το άνοιγμα με ανθεκτικό κολάρο που έχει γίνει στο κατάστρωμα, ώστε να περαστούν τα κατάρτια.

Στραβόξυλο
Το πρώτο κομμάτι, που συνήθως είναι πιο καμπύλο από τα άλλα, που παρεμβάλλεται σε κάθε πλευρό μεταξύ της έδρας του νομέα και του σκαλμού.

Στράλια
Κανονικά τα σχοινιά (ή συρματόσχοινα) που στερεώνουν τους ιστούς στην πλώρη. Καθώς πάνω τους ήταν στερεωμένα τα βοηθητικά ιστία που απλώνονταν όταν ο άνεμος ήταν αδύνατος ή , σε πλοία με τετράγωνα ιστία, όταν έπνεε από μια κατεύθυνση που αυτά τα ιστία δεν ήταν αποτελεσματικά, όλα τα ιστία αυτού του είδους πήραν το όνομά τους από τα στράλια (βελαστράλια).

Σύνολο αγομένων
Κάθε σχοινί που χρησιμοποιείται για προσανατολισμό των ιστίων και των κινητών μερών των ιστίων και ως εκ τούτου μετατοπίζεται, χαλαρώνεται (αμολιέται) ή τεντώνεται (τεζάρεται) κατά τη διάρκεια των ελιγμών του πλοίου.

Σχάρα μπουκαπόρτας ή δικτυωτό καθόδου κύτους
Τυπική ξύλινη σχάρα στις ναυπηγικές κατασκευές η οποία συνήθως χρησιμοποιούνταν εκεί που χρειαζόταν να φεύγουν τα νερά από το κατάστρωμα ή έπρεπε να εξασφαλιστεί ο εξαερισμός των κατώτερων χώρων.

Ταλάντωση
Ραγδαία παρέκκλιση από τη ρότα εξαιτίας της κίνησης των κυμάτων.

Ταλιαμάς
Το μπροστινό μέρος του ποδόσταμου της πλώρης που σχίζει το νερό κατά την πλοήγηση.

Ταμπούκι
Η δομή προστασίας και κάλυψης των εξόδων από τις σκάλες που οδηγούσαν από τα κατώτερα στο άνω κατάστρωμα : κατά αναλογία ονομάζονταν έτσι όλες οι άλλες παρόμοιες, ως προς τη χρήση και το σχήμα, δομές.

Τεζάρισμα
Η διαδικασία τεντώματος ενός ιστίου ή ενός παλαμαριού ( ή σχοινιού) που είναι απαραίτητη για να το τοποθετήσουν ή να το διατηρήσουν στην κατάλληλη θέση.

Τεριδόνα
Δίθυρο μαλάκιο, που αποκαλείται και σαράκι. Είναι ένα χαρακτηριστικό ξυλοφάγο μαλάκιο, το οποίο μπορεί να επιτεθεί σε όλα τα είδη του ξύλου, χάρη σε μηχανικές κινήσεις και την έκκριση μιας ουσίας που μαλακώνει το ξύλο.

Τεσταμόρος
Στοιχείο ένωσης και σύνδεσης του άξονα των ιστών που συνήθως αποτελείται από δύο δαχτυλίδια περασμένα και στερεωμένα το ένα μέσα στο άλλο. Μέσα στο πρυμναίο κυκλικό δακτυλίδι, περνιέται το άνω άκρο (η λεγόμενη καλόμπα) του υποκείμενου άξονα, ενώ στο πρωραίο τετράγωνο δακτυλίδι, τοποθετείται το κάτω άκρο του υπερκείμενου άξονα.

Τζόγκα
Κινέζικο ιστιοφόρο.
Τομή
Όταν αναφέρεται σε πλοίο, δείχνει την εικόνα που θα είχε το πλοίο, αν το κόβαμε σε ένα ιδεατό επίπεδο κάθετα στην καρίνα. Άρα, είναι ένας γεωμετρικός όρος και όχι ένα δομικό στοιχείο, όπως ο νομέας που συνήθως αντιστοιχεί σε αυτή.

Τουρκέτο
Το πιο χαμηλό από τα τετράγωνα πανιά του ιστού του τουρκέτου, από το οποίο παίρνει το όνομά του, και το οποίο βρίσκεται πιο κοντά στην πλώρη, με εξαίρεση τον πρόβολο και τα πιθανά κατάρτια που στηρίζονται πάνω σε αυτόν.

Τρικυμιώδης
Έτσι ονομάζεται η θάλασσα όταν ο άνεμος σηκώνει κύματα ψηλότερα των 6 μέτρων. Όταν τα κύματα είναι πιο χαμηλά η θάλασσα είναι κυματώδης, και όταν είναι ακόμη πιο μικρά, ταραγμένη.

Τρότσα (επίσης αγκοίνη)
Μηχανισμός σύνδεσης με συναρμογή που ενώνει στους ιστούς τις κεραίες, τις μπούμες και τα πίκια, δηλαδή όλα τα στοιχεία που εκτελούν περιστροφικές κινήσεις.

Υπήνεμος Αυτός που βρίσκεται στην πλευρά προς την οποία φυσά ο άνεμος.


Υποστολή ή μάζεμα Το μάζεμα των τετράγωνων πανιών σε φεστόνια με ορισμένες μανούβρες με σχοινιά και τα άκρα τους που είναι ειδικά προετοιμασμένα και αποκαλούνται μεσουρίες. Κατά ανάλογο τρόπο τα βελαστράλια μαζεύονται πάνω στους κέρκους ή κατά μήκος των ιστίων.

Ύψος της κατασκευής (ή του σκάφους) Κάθετη απόσταση η οποία, στο σημείο του μέγιστου πλάτους, διαχωρίζει το κατώτερο πλευρό της καρίνας από την ανώτερη επιφάνεια του επάνω καταστρώματος.

Ύψος του κύτους
Ωφέλιμο ύψος του κύτους σε αντιστοιχία με το μέγιστο πλάτος του πλοίου.

Φλόκος
Τριγωνικό πανί τοποθετημένο ανάμεσα στην πλώρη ή στο άκρο του πρόβολου και στον ιστό ή στο πρώτο κατάρτι ενός πλοίου.

Φλουγιούτ
Σκάφος ολλανδικής κατασκευής εξαιρετικά ευκίνητο και ταχύ για τα δεδομένα της εποχής. Είχε ασυνήθιστο μήκος 35 μέτρων στρογγυλή πλώρη στην οποία συχνά τοποθετούσαν κάποιο γλυπτό, και 3 κατάρτια με τρίγωνα και τετράγωνα πανιά.

Φρεγάτα
Παλιό τρικάταρτο πολεμικό πλοίο.

Φώσωνας ή παπαφίγκος
βλπ. Παπαφίγκος.

Χωρητικότητα σε τόνους
Στα πολεμικά πλοία αντιστοιχεί στο εκτόπισμα, δηλαδή στο συνολικό βάρος. Στα εμπορικά πλοία δηλώνει τον εσωτερικό όγκο σε κυβικούς τόνους ( που αντιστοιχούν σήμερα σε 2.832 κ.μ. ) και όχι σε βάρος.

Χωρητικότητα
Συμβατικό μέτρο της χωρητικότητας ενός σκάφους, που ονομάζεται «μεικτή χωρητικότητα», αν συμπεριλαμβάνει όλο τον εσωτερικό του όγκο, ή «καθαρή χωρητικότητα», αν δεν συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό οι χώροι για τα μηχανήματα και τις άλλες συσκευές.
Ψάθα ή ράντα
(επίσης ωτοειδές ιστίο και επίδρομος ) Πανί με σχήμα τραπεζοειδές, το οποίο αν είναι ωτοειδές έχει τρεις γωνίες, ενώ αν είναι τύπου Βερμούδων ( ή Μαρκόνι ), το μπροστινό μέρος του δένεται στο κατάρτι και από χαμηλά στη μάτσα ( ή κέρκο). Το ωτοειδές ιστίο στο ανώτερο μέρος του στηρίζεται στο πίκι.

Ωτοειδές
Τύπος σκάφους που χαρακτηρίζεται από τραπεζοειδείς ράντες με τρείς πλευρές δεμένες, στα ιστία. Χαμηλά στην μπούμα (ή κέρκο), μπροστά στον ιστό (ή στη στήλη του ιστού) και ψηλά στο πίκι.

Ωτοειδής μαΐστρα
Πανί με σχήμα τραπεζοειδές, το οποίο στηρίζεται στα τρία άκρα του από τα κατάρτια : από χαμηλά στη μάτσα ( ή κέρκο), από εμπρός στο κατάρτι και από ψηλά στο πίκι.
 

 

 

 

[imgt]http://i484.photobucket.com/albums/rr204/alexandrisspiros/Picture.jpg[/imgt] [imgt]http://i484.photobucket.com/albums/rr204/alexandrisspiros/Picture001.jpg[/imgt]
[imgt]http://i484.photobucket.com/albums/rr204/alexandrisspiros/Picture02.jpg[/imgt]
 

 

 

Powered by Blog - Widget
Τα cookies είναι σημαντικά για την εύρυθμη λειτουργία του psarema-skafos.gr και για την βελτίωση της online εμπειρία σας.
Επιλέξτε «Αποδοχή» ή «Ρυθμίσεις» για να ορίσετε τις επιλογές σας.