MENU
MENU

Rib Adventure 2014. Hellas - Azores. Η πρώτη ημέρα στον ωκεανό.

Κέιμενο - φωτογραφίες : Θωμάς Παναγιωτόπουλος

Η πρώτη μέρα στον ωκεανό 18/8/2014
 


Μετά από αρκετές μέρες αναμονής στο Cascais, η στιγμή να ζήσουμε τη μεγαλύτερη εμπειρία της ζωής μας, έφτασε. Τώρα μάλιστα είχαμε και την προηγούμενη εμπειρία της πρώτης άκαρπης προσπάθειας. Ήταν φανερό όμως πως κάτι έλλειπε. Μεγάλο μέρος από την ενέργεια που είχαμε την πρώτη φορά χάθηκε.

 

Περιορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από την αρνητική επιρροή που είχε πάνω μας η πολυήμερη αναμονή στο Cascais, που μας έκοψε τη φόρα. Προσπαθούσαμε να ανεβάσουμε το ηθικό μας με κάθε τρόπο. Η συσωρρευμένη ενέργεια και το πάθος μέσα μας γνωρίζαμε πως ήταν τεράστια, έπρεπε όμως να βρούμε τρόπο να τα βγάλουμε στην επιφάνεια. Κάτι που έγινε τελικά, μάλλον αυτόματα, μόλις μας φύσηξε το παγωμένο αεράκι του ωκεανού.
Ήρθε λοιπόν η στιγμή να λύσουμε τις καντηλίτσες που μας κρατούσαν φωλιασμένους στη θαλπωρή της μαρίνας. Τη στιγμή που σκύψαμε μαζί με τον Σπύρο και λύσαμε τις πρυμάτσες δεν πρόκειται ποτέ να την ξεχάσω. Πήρα τη θέση μου πίσω από την κονσόλα, κομπλάρισα τις μανέτες στη θέση ‘’πρόσω’’και έστρεψα την πλώρη μας προς τη μπούκα της μαρίνας.

Έξι η ώρα το πρωί ανοιγόμασταν στον ωκεανό. Δεν είχε ακόμα χαράξει και η προσοχή μας ήταν τεταμένη. Ο καιρός μάς έβρισκε στη δεξιά μάσκα, χωρίς όμως να μας απασχολεί ιδιαίτερα, αφού τα κύματα ίσα που ξεπερνούσαν Καύσιματο ένα μέτρο.
Κοιτούσα επίμονα μία το GPS και μία την πυξίδα, καθώς ήθελα να ξανατσεκάρω αν συμπίπτουν οι ενδείξεις τους. Διαπίστωσα και πάλι πως η πυξίδα δεν είχε καθόλου απόκλιση και έτσι ήμουν σίγουρος πως θα μπορούσα να φτάσω στον προορισμό μου, ακόμα και χωρίς τη βοήθεια του GPS. Ή τουλάχιστον, θα ήμουν ικανός να προσπαθήσω.
 

Οι σκέψεις δεν έλεγαν να με αφήσουν. Οι κίνδυνοι ήταν πολλοί. Πίεζα τον εαυτό μου ώστε να μην σκέφτεται τους κινδύνους παρά μόνο τις μοναδικές στιγμές που θα μας χάριζε ο ανοιχτός ωκεανός. Γνωρίζαμε όλοι πολύ καλά πως το κροσάρισμα αυτό θα ήταν η συναρπαστικότερη εμπειρία μας. Μια εμπειρία ζωής. Γνωρίζαμε επίσης πολύ καλά πως αυτή τη φορά δεν υπήρχε επιστροφή.
Για αυτή τη στιγμή ζούσαμε άλλωστε, γι αυτή προετοιμαζόμασταν σχολαστικά όλο το χρόνο.

Ήρθε η ώρα τώρα να ζήσουμε στιγμές και να αντιμετωπίσουμε καταστάσεις που δεν είχαμε ξανασυναντήσει στο παρελθόν. Θα ήταν μια σκληρή δοκιμασία για το σκάφος, τους κινητήρες, για εμάς τους ίδιους. Ετοιμαζόμασταν να ζήσουμε αλησμόνητες στιγμές. Ακόμα και η σύνθεση του πληρώματος ήταν ενδιαφέρουσα. Ουσιαστικά ήμασταν μια διεθνής αμάδα που αποτελούνταν από δύο Έλληνες, έναν Ιταλό και έναν Πορτογάλο. Φαινόμασταν όλοι αποφασισμένοι. Είχαμε εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μας, στην προετοιμασία μας και πιστεύαμε στους εαυτούς μας. Ήμασταν σίγουροι για το σκάφος και τους κινητήρες μας. Από την άλλη μεριά είχαμε το άγνωστο που μας γέμιζε με αγωνία και ανασφάλεια και, βέβαια, τα πάρα πολλά μίλια. Η πρόκληση της ναυσιπλοΐας στην αχανή έκταση του ωκεανού ήταν τεράστια.
 

Μόλις χάραξε η ματιά μου έμεινε κολλημένη στον συννεφιασμένο ορίζοντα, στον απέραντο ωκεανό. Μετά από τα 30 πρώτα μίλια ο ωκεανός άλλαξε όψη. Άρχισαν να σχηματίζονται μεγάλα κύματα που σαν βουνά έρχονταν από το βορρά. Γνωρίζαμε πως στην αρχή θα είχαμε τον καιρό στο πλάι και όσο προχωρούσαμε θα τον βάζαμε δευτερόπρυμα. Ο καιρός φρεσκάριζε συνέχεια ώσπου τα κύματα θέριεψαν ενώ το μήκος τους δεν ξεπερνούσε τα δέκα μέτρα. Οι αποστάσεις μεταξύ των κυμάτων δεν ήταν τόσο μεγάλες όσο περιμέναμε και αυτό μας δυσκόλευε αρκετά. Μετά από λίγες ώρες τα τεράστια κύματα μάς έβρισκαν δευτερόπρυμνα, όμως πάνω σε κάθε κύμα σχηματίζονταν δύο ή τρία νέα κύματα που έρχονταν από βορειοδυτικά και μας έβρισκαν στη δεξιά μας μάσκα. Οι κορυφές τους έσπαγαν και είχαν αρκετή ένταση. Είχαμε να παλέψουμε με έναν 5άρη ενισχυόμενο που αναπτυσσόταν πάνω στις κορυφές των τεράστιων βουβών κυμάτων, προμηνύοντας μια ιδιαίτερα μπερδεμένη θάλασσα. Μας πήρε αρκετή ώρα να συνειδητοποιήσουμε την πρωτόγνωρη αυτή κατάσταση της θάλασσας, να νιώσουμε το ρυθμό της, όταν η μανέτα καρφώθηκε μπροστά.
 

Ατλαντικός Ωκεανός. Δυστυχώς δεν μπορούσαμε να ταξιδεύουμε με 20 κόμβους γιατί τότε οι καταναλώσεις μας ήταν απαγορευτικές ενώ τα μπουγέλα ανελέητα. Γνωρίζαμε πολύ καλά πως έπρεπε να ταξιδεύουμε με μια ταχύτητα τουλάχιστον 25 κόμβων ώστε να πετυχαίνουμε τις χαμηλότερες δυνατές καταναλώσεις. Η διαχείριση των καυσίμων έπρεπε να είναι ιδιαίτερα αυστηρή καθώς δεν υπήρχε απολύτως κανένα περιθώριο σπατάλης τους. Για τον ίδιο λόγο άλλωστε δεν γινόταν να παρεκκλίνουμε καθόλου από την πορεία μας. Έπρεπε ακόμα, να κρατάμε σταθερές τις μανέτες στη θέση τους, κανόνας απαράβατος, ώστε να διατηρούμε σταθερή ταχύτητα για να μπορούμε να υπολογίζουμε το στίγμα μας ακόμα και στην περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά με το GPS.

Το σκάφος ανταποκρινόταν περίφημα στο νέο του ρόλο, αν και ο ρόλος αυτός δεν ταίριαζε καθόλου στη γεωμετρία της γάστρας του. Το υπερβολικό φορτίο εμπόδιζε φανερά την ίσαλο να βρει τη σωστή της σχέση με την επιφάνεια της θάλασσας. Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος που για πρώτη φορά τοποθετήθηκαν flaps στο transom του Corsair.
 

Το Corsair ανηφόριζε ταχύτατα στο στήθος των μεγάλων βουβών κυμάτων αδιαφορώντας πλήρως για τα υπερβολικά φορτία του ενώ ταυτόχρονα έκοβε απίστευτα μαλακά και ανώδυνα τα δίμετρα κύματα που σηκώνονταν απότομα Πρύμνηθέλοντας να ανακόψουν τη γρήγορη πορεία του. Ήταν φανερό πως σ’ αυτόν το δύσκολο κυματισμό το Corsair έκανε τη δουλειά του άριστα και δεν έδειχνε να έχει κανένα απολύτως πρόβλημα. Ακόμα κι όταν ολόκληρη η ίσαλος προσθαλασσωνόταν από μεγάλο ύψος νιώθαμε ιδιαίτερα ασφαλείς και βιώναμε από πρώτο χέρι τη στιβαρή και εξαιρετική ποιότητα κατασκευής του. Οι ελεύθερες πτώσεις μας ήταν αμέτρητες κι όμως ούτε μια φορά δεν ακούσαμε κάποιο θόρυβο ή περίεργο τράνταγμα.
 

Το πρόβλημα το είχαμε καθαρά εμείς. Για πόσες ώρες άραγε θα αντέχαμε να ορτσάρουμε με τόσο μεγάλη ταχύτητα; Για πόσες ώρες ακόμα θα μπορούσαμε να είμαστε απόλυτα συγκεντρωμένοι στο τιμόνεμά του, μετρώντας και διαβάζοντας κυριολεκτικά κάθε κύμα; Αρκούσε μια στιγμή χαλάρωσης, μια στιγμή κακής εκτίμησης ώστε να εκτιναχτούμε επικίνδυνα σε κάποιο άναρχο κύμα. Και τότε το απότομο σκάσιμο με τόσο φορτίο πιθανόν να είχε απρόβλεπτες συνέπειες. Η προσήλωσή μου ήταν παροιμιώδης και δεν έβλεπα τίποτα γύρω μου πέρα από την πλώρη μας. Ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που ποτέ δεν άκουσα τις προτροπές του Σπύρου. Ακόμα και τώρα, που γράφω αυτές τις γραμμές, όσο κι αν προσπαθώ, είναι αδύνατο να φέρω εικόνες του ωκεανού στο μυαλό μου. Λες και απουσίαζα εντελώς από εκείνη την ολοήμερη πλεύση.

Διατηρούσα λοιπόν τους 25 με 28 κόμβους και είχα γίνει ένα με τη γάστρα μου. Ήμουν αμίλητος, σε έναν δικό μου κόσμο. Ήμουν απόλυτα συγκεντρωμένος στα επερχόμενα κύματα, ψάχνοντας συνεχώς να βρω τον πιο ανώδυνο διάδρομο, ενώ δεν έπαψα στιγμή να υπολογίζω την αυτονομία μας. Καίγαμε 4 λίτρα το μίλι και η ανασφάλεια μου ήταν στα ύψη. Τα πράγματα έγιναν χειρότερα όταν ο καιρός άγγιζε τα 6 μποφόρ.
 

Σκεφτόμουν πως πριν ξεκινήσουμε τονίζαμε πως το ταξίδι αυτό δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί εάν η πρώτη μέρα δεν ήταν μπουνάτσα, λόγω των υπερβολικών μας φορτίων. Κι όμως βρεθήκαμε να παλεύουμε πρόωρα με τα μανιασμένα κύματα, γεγονός που πέρα από την πρόωρη εξάντλησή μας είχε σαν αποτέλεσμα να έχουμε μεγάλες καταναλώσεις. Η κούρασή μας βέβαια, ήταν σε δεύτερη μοίρα αφού ο κίνδυνος να μην φτάσουν τα καύσιμα ήταν ορατός. Περνούσαν χίλιες σκέψεις από το μυαλό μου. Ατλαντικός ωκεανόςΉμουν βέβαιος πως τα καύσιμα με αυτόν τον καιρό δεν θα ήταν αρκετά. Ενώ ταξιδεύαμε μέσα στο χαλασμό, μούσκεμα μέχρι το κόκαλο, άρχισα να σκέφτομαι έντονα τις εναλλακτικές λύσεις που είχαμε. Αποφάσισα τότε να επιμείνω στην πορεία μου και να φτάσω στα 200 μίλια μέσα στον ωκεανό όπου και θα κάναμε την τελική μας καταμέτρηση και θα πέρναμε τη μεγάλη απόφαση: ή θα επιστρέφαμε πίσω εφόσον τα καύσιμά μας είχαν περιοριστεί επικίνδυνα ή θα βάζαμε πλώρη στο νοτιά, για Μadeira που ήταν πιο κοντά και τα καύσιμα αρκετά για εκεί.

Ήταν μια αληθινή μάχη με τον ωκεανό. Φαινόταν καθαρά πως σύντομα θα έφτανε η στιγμή που θα μας εγκατέλειπαν οι δυνάμεις μας. Και τότε, θα έπρεπε να ξεπεράσουμε τους εαυτούς μας. Αυτή ίσως να ήταν και η δυσκολότερη μάχη που έπρεπε να κερδίσουμε. Σφίγγαμε τα δόντια και προχωρούσαμε. Δεν θυμάμαι να ανταλλάξαμε κάποια κουβέντα για πολλές ώρες. Ήμουν προσηλωμένος στην πλώρη μου, ζύγιζα το σκάσιμο κάθε κύματος και ταυτόχρονα ήμουν βυθισμένος στις σκέψεις μου. Δεν γνώριζα για πόσες ώρες ακόμα θα αντέχαμε σ’ αυτούς τους ρυθμούς. Μέσα σε όλα αυτά γιγαντώνονταν όλο και περισσότερο η ανασφάλεια της αυτονομίας μας. Οι μαθηματικές πράξεις που αφορούσαν στα εναπομείναντα καύσιμα γίνονταν με κινηματογραφική ταχύτητα.
 

Δεν ήθελα όμως να μοιραστώ με κανέναν την τεράστια αγωνία μου. Προσπαθούσα να κρατώ την ψυχραιμία μου και έτσι άρχισα να εστιάζω την προσοχή μου στον κέρσορα του GPS τον οποίο είχα τοποθετήσει στα 200 ναυτικά μίλια. Για μένα, τούτες τις ώρες, εκείνος ήταν ο προορισμό μου. Πραγματικά, αδιαφορούσα εντελώς για τα 800 συνολικά μίλια. Ίσως τελικά να ήταν και καλύτερα έτσι, γιατί μπροστά στη σκέψη και μόνο των 800 μιλίων, και μάλιστα με τέτοιο καιρό, πιθανόν να ένοιωθα πολύ άβολα.
 

Στο βάθος του μυαλού μας όμως, όλοι γνωρίζαμε πως ο καιρός μετά τα 200 πρώτα μίλια θα βελτιωνόταν αισθητά, αφού θα ερχόμασταν πιο κοντά στο κέντρο του υψηλού βαρομετρικού των Αζορών. Αυτή ήταν και η μοναδική μας ελπίδα που μας έδινε κουράγιο και δύναμη να συνεχίσουμε. Προς το παρόν όμως ο καιρός συνέχιζε να είναι πολύ κακός. Περνούσαμε δύσκολες στιγμές. Είναι χαρακτηριστικό πως δεν καταφέραμε ούτε μια φορά να σημειώσουμε το στίγμα μας στο ημερολόγιο του σκάφους το οποίο σε κανονικές συνθήκες θα το ενημερώναμε κάθε δυο ώρες. Ούτε καν στον αδιαβροχοποιημένο χάρτη της κονσόλας μπορέσαμε να σημειώσουμε κάτι.
 

Ωκεανός. Δεν ξέρω με πόσα μποφόρ ήμασταν αντιμέτωποι αλλά είναι κάποιες θάλασσες όπου τα νούμερα δεν έχουν καμιά απολύτως σημασία και σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να αποδώσουν την πραγματική εικόνα που επικρατεί εκεί έξω. Σίγουρα ο άνεμος δεν ξεπερνούσε τους 25 κόμβους, τα κύματα όμως ήταν μπερδεμένα και τεράστια. Ήταν ολοφάνερο πως τα βουβά κύματα ταξίδευαν για πάρα πολλά μίλια, χωρίς καμιά στεριά να ανακόπτει την πορεία τους με αποτέλεσμα να αναπτύσσονται ανεμπόδιστα και να φτάνουν σε μεγάλα ύψη. Το θέαμα του ωκεανού μάς έκοβε την ανάσα. Τα υδάτινα <<βουνά>> που σχηματίζονταν γύρω μας, κουβαλούσαν τόση ενέργεια στα σωθικά τους που θα στοιχημάτιζε κανείς πως ήταν ικανά να παρασύρουν οτιδήποτε βρισκόταν στην πορεία τους. Και βέβαια, εκείνα τα δίμετρα κύματα που έτρεχαν πάνω στα μεγάλα σουέλ άδειαζαν πάνω μας ‘’ζωντανή’’ θάλασσα. Οι κορφές τους έσκαγαν με μανία ενώ οι αποστάσεις μεταξύ τους ήταν ιδιαίτερα μικρές. Αυτό σήμαινε πως έπρεπε να ταξιδεύουμε πολύ επιθετικά, γεφυρώνοντας τα κύματα και εισπράττοντας πολύ νερό αφού η ίσαλος έβρισκε κάθε κύμα υπό γωνία 45 μοιρών περίπου.
 

Μόλις καλύψαμε 100 ναυτικά μίλια, με τα δόντια να κροταλίζουν από το κρύο, σταματήσαμε για να αλλάξουμε ρούχα. Ήταν αδύνατο να συνεχίσουμε έτσι. Είχαμε εισπράξει τόσο νερό από το συνεχόμενο βρέξιμο που είχε μουλιάσει ολόκληρο το σώμα μας. Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, στη ζεστασιά του γραφείου μου, συνειδητοποιώ πόσο άσχημα ήμασταν εκεί έξω με τέτοιες συνθήκες. Ακόμα και να επιστρέφαμε πίσω θα ήταν πολύ δύσκολο. Πόσο μάλλον που είχαμε μπροστά μας ακόμα 700 ολόκληρα μίλια! Είναι προφανές πως το πάθος και η προσήλωση στο στόχο μας είχαν μπλοκάρει το μυαλό μας και δεν άφηναν κανένα χώρο για τέτοιου είδους σκέψεις.
 

Τα βγάλαμε όλα, φορέσαμε τις στολές νεοπρέν και από πάνω ξανά τις νιτσεράδες μας. Τώρα νιώθαμε πολύ καλύτερα και ζεστοί πια, ξαναριχτήκαμε στη μάχη με τον ωκεανό.
 

Ο ωκεανός συνέχιζε να είναι γενναιόδωρος και να μας χαρίζει απλόχερα χιλιάδες σταγόνες το δευτερόλεπτο. Τα σύννεφα επέμεναν να μας κρύβουν τον ήλιο τον οποίο είχαμε τώρα περισσότερη ανάγκη από ποτέ. Ταξιδεύαμε συνεχώς κάτω από έναν φορτωμένο ουρανό και σίγουρα, μια λαμπερή μέρα θα ανέβαζε κατακόρυφα την ψυχολογία μας.
 

Όλα έδειχναν πως τίποτα σήμερα δεν ήταν με το μέρος μας.
 

Ήταν αρκετές ώρες μετά το μεσημέρι, όταν στο βάθος διέκρινα μια μεγάλη γαλανή τρύπα, ψηλά στον ουρανό. <<Μόλις φτάσω από κάτω θα κάνω μια μεγάλη στάση>>, μουρμούρισα. Πραγματικά, μετά από λίγο οι μανέτες οπισθοχώρησαν, βγάλαμε τις νιτσεράδες μας και απλωθήκαμε όπως όπως, αποζητώντας να πάρουμε λίγη ενέργεια από τις ακτίνες του ήλιου που μας ‘’έκαιγαν’’ Hellas - Azoresυπέροχα. Χωρίς καμιά αμφιβολία αυτή ήταν η ωραιότερη στιγμή της πρώτης μας μέρας στον ωκεανό. Μας πήρε όλη μας την κούραση και μας έδωσε ενέργεια για τη συνέχεια.
 

Κάποια στιγμή, αντιληφθήκαμε πως η κεραία του VHF είχε σπάσει και κρεμόταν μόνο από το καλώδιό της. Την αφαιρέσαμε χωρίς δεύτερη σκέψη ενώ ταυτόχρονα αποφασίσαμε να αλλάξουμε και προπέλες. Βέβαια, ήταν αδύνατον να ρίξουμε το slide στο νερό και με τη βοήθειά του να αλλάξουμε τις προπέλες, όπως είχαμε αρχικά σχεδιάσει. Τα κύματα ήταν ψηλά και ο κίνδυνος μεγάλος. Έτσι, τριμάραμε τους κινητήρες, ξάπλωσα πάνω τους και με το κεφάλι προς τα κάτω προσπαθούσα να κεντράρω τις ασφάλειες από τα παξιμάδια των προπελών. Τα κύματα μας πήγαιναν πάνω κάτω, ο Σπύρος με κρατούσε από τα πόδια ενώ ο Cris μου έδινε με τη σειρά τα εργαλεία. Τα καταφέραμε μια χαρά, αφού όλο το πλήρωμα είχε μεταφερθεί στην πρύμνη και όλοι μαζί προσπαθούσαμε για το καλύτερο. Αντικαταστήσαμε τις δύο δεξιόστροφες Suzuki 16΄΄Χ18.5΄΄ προπέλες με τις 16΄΄Χ20΄΄ και ξαναμπήκαμε στην πορεία μας.

Το πάθος μας ήταν τόσο μεγάλο που περάσαμε τα 200 μίλια, τα οποία είχα θέσει ως πρώτο προορισμό, και συνεχίσαμε στην πορεία μας. Ήθελα τώρα να γράψω λίγα μίλια παραπάνω με τις νέες προπέλες και να δω τη συμπεριφορά τους σε καλύτερο καιρό ώστε έπειτα να είμαι ικανός να κάνω πιο ακριβείς υπολογισμούς.
 

Πραγματικά, κατά τις επτά το απόγευμα ο καιρός έπεσε και έμεναν μόνο τα μεγάλα βουβά κύματα να έρχονται δευτερόπρυμα. Χωρίς να δημιουργούν προβλήματα στην πλεύση μας, αύξησα την ταχύτητά μας στους 32 κόμβους.
Στις οκτώ και είκοσι τελικά και λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα, σταματήσαμε για να ανασυνταχτούμε και να υπολογίσουμε την αυτονομία μας.
 

Τα μάτια μας έτσουζαν έντονα και ήταν κατακόκκινα από το σπρέι και το αλάτι του ωκεανού που μας σφυροκοπούσε για δώδεκα ώρες περίπου. Σκεφτόμουν πόσο εκτεθειμένοι ήμασταν ορτσάροντας ολόκληρη μέρα, δίχως κράνη και χωρίς τέντες να μας προστατεύουν. Σκεφτόμουν ακόμα πως σε λίγο θα νύχτωνε και δεν υπήρχε μια στεριά να μας Corsair 31περιμένει. Η αγκαλιά του ωκεανού θα ήταν για απόψε η δική μας ΄΄στεριά΄΄. Θα μπορούσαμε άραγε να βρούμε καταφύγιο και να καταφέρουμε να ξεκουραστούμε, έστω και για λίγες στιγμές, στον περιορισμένο χώρο του φουσκωτού; Αυτή άλλωστε ήταν και μια από τις μεγαλύτερες αγωνίες μου από τον σχεδιασμό ακόμα του ταξιδιού.
 

Ντύσαμε το σκάφος με την τέντα δωμάτιο, βγάλαμε νιτσεράδες και νεοπρέν, και φορέσαμε ζεστά ρούχα. Είχαμε ξεπεράσει τα 300 μίλια και πήραμε μολύβι και χαρτί, αρχίζοντας τους υπολογισμούς. Στα πρώτα 200 μίλια καίγαμε 4 λίτρα ανά μίλι κατά μέσο όρο ενώ στα υπόλοιπα 100 κατεβήκαμε στα 3,4 λίτρα το μίλι. Με δεδομένο τον καλό καιρό στη συνέχεια και την τοποθέτηση μεγαλύτερου βήματος προπελών όταν θα είχαμε ελαφρύνει από καύσιμα, όλα έδειχναν πως οι πιθανότητες να τα καταφέρουμε ήταν με το μέρος μας. Αναθαρρήσαμε αρκετά, πήρε ο Cris το τιμόνι και συνεχίσαμε με 32 κόμβους πορεία. Με τον ήλιο να δύει ακριβώς μπροστά από την πλώρη μας, συνεχίσαμε με την ίδια ταχύτητα για ακόμη δύο ώρες. Το σκοτάδι τώρα ήταν πυκνό αλλά η πρόκληση μεγάλη. Αν συνεχίζαμε με αυτή την ταχύτητα θα φτάναμε νωρίς το πρωί στον προορισμό μας και θα καταγράφαμε έναν πολύ καλό χρόνο που προφανώς θα αποτελούσε και ρεκόρ που δύσκολα θα μπορούσε να καταρριφθεί. Και αυτό ήταν κάτι που το θέλαμε όλοι μας. Τι θα γινόταν όμως αν συναντούσαμε κάποιον κορμό ή κάποιο από τα χιλιάδες containers που ‘’ταξιδεύουν’’ μισοβυθισμένα στον ωκεανό;
 

Και ήμασταν ήδη βαθιά, μέσα στην αχανή μπλε έρημο του ωκεανού!
 

Χωρίς δεύτερη σκέψη, οι μανέτες επανήλθαν στην πίσω θέση τους.
 

Η ασφάλειά μας ήταν πάνω από όλα, πάνω από κάθε ρεκόρ και επιτυχία...

Η περιπέτεια συνεχίζεται... στο επόμενο άρθρο "Νύχτα στον ωκεανό"


 

Powered by Blog - Widget
Τα cookies είναι σημαντικά για την εύρυθμη λειτουργία του psarema-skafos.gr και για την βελτίωση της online εμπειρία σας.
Επιλέξτε «Αποδοχή» ή «Ρυθμίσεις» για να ορίσετε τις επιλογές σας.