Κείμενο - φωτογραφίες : Γεωργίου Στογιάννη - Πλοιάρχου Ε.Ν.
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ Σ. ΩΝΑΣΗΣ. Αµέτρητος πλούτος και ανθρωπιά - Α' μέρος
του Γεωργίου Στογιάννη
Πλοιάρχου Ε.Ν.
Ο πιο γνωστός Έλληνας σε παγκόσµια κλίµακα. Δεν υπήρχε κανείς σ' ολόκληρο τον πλανήτη που να µην είχε ακούσει τ' όνοµά του, ακόµη και όσοι δεν ήξεραν τίποτε για το Μέγα Αλέξανδρο, τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα. Έχουν γραφεί πολλά βιβλία, ιδίως δύο που κυκλοφόρησαν σε όλες τις γλώσσες: 1) ARISTOTLE ONASSIS των Frαzer αnd Jαcobson, 1977 και 2) ARI του Peter Evαns, 1986. Τα διάβασα και τα δύο. Καλά είναι, µα δεν µπόρεσαν να καθρεφτίσουν τον Αρίστο ως άνθρωπο. Ασχολούνται µόνο µε τις επιχειρηµατικές του δραστηριότητες. Άλλα βιβλία που εγράφησαν κατά καιρούς, µέχρι και από καµαριέρες, περιγράφουν κουτσοµπολίστικες ιστορίες µε τους έρωτές του και περιέχουν πολύ παραµύθι. Ως επιχειρηµατίας υπήρξε κορυφή, αλλά νοµίζω πως η ξεχωριστή του πλευρά ήταν ότι κατάφερε να συνδυάσει τον αµέτρητο πλούτο µε την ανθρωπιά. Πάνω απ' όλα, υπήρξε άνθρωπος ο Αρίστος. Εργάσθηκα στις εταιρείες του 32 χρόνια, από το 1950 µέχρι το 1982, που συνταξιοδοτήθηκα. Θέλω να περιγράψω µερικές πολύ προσωπικές στιγµές του, όπως τις έζησα.
Η γνωριµία
Τον είδα για πρώτη φορά στο ναυπηγείο Bethlehem Sparrows Point Shipyard της Βαλτιµόρης. Ήταν Σεπτέµβριος 1950 και ήµουν πρωτόµπαρκος δόκιµος στο τότε µεγάλο πετρελαιοφόρο Olympic Laurel. Κάναµε δεξαµενισµό του βαποριού. Στο στάδιο της αµµοβολής, µου είχε αναθέσει ο υποπλοίαρχος να κοσκινίζω την άµµο που έπεφτε στο δάπεδο της δεξαµενής και να την ξαναρίχνω στο µηχάνηµα. Φορούσα µια φόρµα εργασίας και φτυάριζα. Πίσω µου στάθηκε κάποιος κουστουµαρισµένος. Με κοίταξε για λίγο, µετά έβγαλε το σακάκι του και µε ρώτησε πού µπορεί να το κρεµάσει. Του είπα: «Βρες ένα καρφί στον τοίχο». Το κρέµασε, µετά σήκωσε τα µανίκια του πουκαµίσου του, έπιασε ένα φτυάρι και άρχισε να µε βοηθάει . Του είπα: «Θα λερωθείς συµπατριώτη» και εκείνος «Είναι καλή γυµναστική». Ύστερα από µισή ώρα σταµάτησε, έριξε το σακάκι στον ώµο του και µου είπε: «Δουλεύεις πολύ γρήγορα» και ξεκίνησε να φύγει. Χωρίς να φαντάζοµαι ότι αυτός ήταν ο πλοιοκτήτης, του είπα: «Κάτσε να δεις πώς βγαίνει το ψωµάκι». Φεύγοντας µου πέταξε: «Αυτό το ξέρω καλύτερα από σένα». Ήµουν τότε 18 χρονών κι εκείνος 44. Το µεσηµέρι, µας φώναξε ο λοστρόµος ν' ανεβούµε για φαγητό. Στην τραπεζαρία του πληρώµατος ήρθε µαζί µε τον Πλοίαρχο. Μας ευχήθηκε «καλή όρεξη». Άφησε ένα ποσό χρηµάτων στον Υποπλοίαρχο να µας τα µοιράσει για τις έξτρα δουλειές που κάναµε στο ναυπηγείο κι έφυγε. Έτσι κατάλαβα κι εγώ ποιος ήταν ο ... συµπατριώτης! Από τότε τον είδα πολλές φορές. Ταξιδεύαµε µεταφέροντας πετρέλαια από Περσικό Κόλπο προς Νέα Υόρκη, Φιλαδέλφεια, Βαλτιµόρη και Βοστώνη. Κάθε φορά που φθάναµε, µας περίµενε στον ντόκο. Του άρεσε να βλέπει τη µανούβρα του διπλαρώµατος. Ήταν καινούργια τα βαπόρια του, µεγάλα, βαµµένα κάτασπρα σαν γλάροι και τα καµάρωνε. Την επόµενη φορά φθάσαµε στη Φιλαδέλφεια στις 12 Δεκεµβρίου 1950. Την προηγούµενη µέρα είχε γεννηθεί η κόρη του. Ήρθε στο βαπόρι για δυο ώρες, πολύ χαρούµενος. Του ευχηθήκαµε να του ζήσει Μας κέρασε. Έγινε γλέντι, στην τραπεζαρία. Χόρεψε κι ένα χασάπικο µαζί µ' ένα ναύτη Κεφαλλονίτη. Ήταν λεβεντιά.
Σ' ένα ταξίδι, επιστρέφοντας από Σαουδική Αραβία, φορτωµένοι µε προορισµό τη Βοστώνη, µας ειδοποίησε το γραφείο να περάσουµε από το Παλέρµο, να τον πάρουµε µαζί µε την παρέα του. Θα είχαν µαζί τους και τρία αυτοκίνητα. Ήταν µεγάλες αµερικάνικες λιµουζίνες. Τις βάλαµε και τις µποτσάραµε στο αµπάρι της πλώρης. Εκτός από την σύζυγό του, Τίνα, όλοι οι άλλοι ήταν Γάλλοι µεγιστάνες. Είχαν µαζί τους κι ένα Γάλλο µάγειρα για τα φαγητά τους. Αυτά τα βαπόρια, τα Olympic, ήταν όλα πολυτελέστατα, µε σαλόνια και διαµερίσµατα
επιβατών εφάµιλλα προς τα καλύτερα υπερωκεάνια.
Μόλις επιβιβάστηκαν ξεκινήσαµε. Το ταξίδι στη Μεσόγειο ήταν θαυµάσιο. Στον Ατλαντικό όµως είχαµε παλιόκαιρο. Βαρύ κυµατισµό. Το βαπόρι κουνούσε και τρανταζόταν πολύ. Ο φουκαράς ο Γάλλος µάγειρας ήταν γνήσιος στεριανός και έµεινε τέζα, καθώς και όλοι οι επιβάτες µας, και η Τίνα. Ο Αρίστος ήταν µια χαρά. Έτρωγε µε τον Καπετάνιο στην ιδιαίτερη τραπεζαρία τους, το φαγητό που µαγείρευε ο Έλληνας µάγειρας. Κάποτε πέρασε η φουρτούνα και είχαν συνέλθει όλοι οι Γάλλοι εκτός από τον µάγειρά τους. Την ώρα που
τρώγαµε ήρθε ο Αρίστος στην τραπεζαρία µας και είπε: «Καλή όρεξη, τι τρώτε παιδιά»; Το φαγητό, εκτός από τα ορεκτικά, ήταν κολοκυθάκια γεµιστά. Του έκανε εντύπωση ο ... ηρωισµός του Έλληνα µάγειρα, να φτιάξει τόσα πολλά γεµιστά για 47 λύκους. Λέει του καµαρότου: «Φέρε µου κι εµένα, ένα». Το έφαγε και του άρεσε πολύ. Ήπιε και µια µπύρα µαζί µας και ξέσπασε: «Να πάρει ο διάολος τους Γάλλους και τα φαγιά τους, αυτό είναι
φαϊ, µωρέ!». Παράγγειλε στον αρχικαµαρότο να του στείλει µια πιατέλα στο σαλόνι για να δοκιµάσουν η γυναίκα του και οι Γάλλοι. Αποτέλεσµα: Δεν ξαναχρησιµοποιήθηκε ο Γάλλος σπέσιαλ µάγειρας µέχρι που φθάσαµε στη Βοστώνη. Ο δικός μας είχε φουσκώσει από περηφάνεια.
Από Σουέζ προς Ρότερνταµ
Επιβάτη τον Αρίστο τον είχαµε αρκετές φορές, σε µικρές και µεγάλες διαδροµές, σε όλα τα τότε βαπόρια του. Θα περιγράψω όσες έτυχε να είµαι κι εγώ µαζί. Στο πετρελαιοφόρο Olyrnpic Star, αδελφό σκάφος µε τα άλλα, τότε µεγάλα των 28.000 τόνων, ήµουν Ανθυποπλοίαρχος, το 1953. Τον είχαµε πάρει από τη διώρυγα του Σουέζ προς Ρότερνταµ. Μαζί του, ταξίδευε κι ένα ζευγάρι. Η κυρία ήταν γνωστή Ελληνίδα ζωγράφος που είχε κάνει τις διακοσµήσεις στα σαλόνια των βαποριών του. Μαζί της ο άντρας της κύριος Λούλης και το σκυλάκι της ο Μπούλης. Ο Καπετάνιος µας, που δεν ήθελε σκυλιά στο βαπόρι, κατά λάθος, εξεπίτηδες, έλεγε τον άντρα της κύριο Μπούλη και το σκυλάκι Λούλη. Του άρεσε του Αρίστου αυτό το αστείο και κόντευε να το κολλήσει. Επειδή ο κύριος Λούλης ήταν εξαιρετικά λεπτεπίλεπτος και ευαίσθητος, εµείς περιµέναµε να δούµε τι θα γίνει στην περαντζάδα του Μπέη, δηλαδή του Βισκαϊκού Κόλπου. Βρίσκεται µεταξύ Γαλλίας και Ισπανίας, από την πλευρά του Ατλαντικού, και θεωρείται µια από τις πιο φουρτουνιασµένες θάλασσες. Ειδικά όταν φυσά από Τραµουντάνα µέχρι Γαρµπή, εκεί ξεσπάει όλος ο ωκεανός. Γνωστός από την αρχαιότητα για τα αµέτρητα ναυάγια. Το ρωµαϊκό του όνοµα ήταν Mare Aquitanicus. Έχει άνοιγµα περίπου 390 µίλια, δηλαδή ακόµη και µε τέλεια µπουνάτσα, ένα βαπόρι χρειαζόταν πάνω από 26 ώρες για να τον περάσει. Έχει δύο από τους διασηµότερους φάρους. Από την πλευρά της Ισπανίας το Finisterre, και από την πλευρά της Γαλλίας το Ouessant.
Πράγµατι, από πριν πλησιάσουµε το Φινιστέρρε ο κυµατισµός ήταν βαρύς και επειδή τον είχαµε σχεδόν στην µπάντα, το βαπόρι κουνούσε πολύ. Ο κύριος Λούλης, πρώτος τέζα. Σε λίγες ώρες, ξάπλωσε και η γυναίκα του. Το σκυλάκι ήταν µια χαρά, αλλά επειδή δεν καταλάβαινε την αιτία του κουνήµατος, όλο γαύγιζε. Το είχαν αναθέσει σ' ένα καµαρότο, να το βγάζει στο σκεπαστό για τσίσα. Πάντως, ήταν φιλικό µε όλους µας. Εξαφανίσθηκαν
κι άλλοι από την κυκλοφορία. Στο µπόντζι του, το βαπόρι έπαιρνε µεγάλες κλίσεις. Μόνο η κυρία Τίνα καθόταν στο σαλόνι, αλλά δεν περπατούσε από φόβο µην γλιστρήσει στο παρκέ.
Ο Αρίστος, λεβεντιά. Ερχόταν κάποτε και στη γέφυρα, στις βάρδιες, και µας έκανε παρέα. Του άρεσε να κοιτάζει στο ραντάρ. Τα µετεωρολογικά δελτία που παίρναµε δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικά. Ο Μπέης είχε αγριέψει πολύ. Ο Καπετάνιος ήταν συνεχώς στη γέφυρα. Εργαζόµουν στο ραδιογωνιόµετρο. Η ορατότητα πολύ περιορισµένη, λόγω του ανεµόβροχου, και βασιζόµαστε σ' αυτό το όργανο για να παίρνουµε αντιστοιχίες από τα φανάρια. Κάποια στιγµή ειδοποίησα τον Καπετάνιο πως είµαστε δίπλα στο Φινιστέρρε. Εκείνος, αφού βεβαιώθηκε πως δεν είχα κάνει λάθος, έδωσε εντολή στον τιµονιέρη να γυρίσει δεξιά. Εµένα καθήκον µου ήταν να συγκρίνω τις πορείες γυροσκοπικής
και µαγνητικής πυξίδας. Μόλις τελείωσα, ήλθε κοντά µου ο Αρίστος και µου είπε: «Πώς το κατάλαβες ότι το φανάρι είναι δίπλα µας; Στο µεταξύ, ο Καπετάνιος είχε βγει στο φτερό. Του λέω: «Ελα να σου δείξω κύριε Ωνάση, αλλά κρατήσου καλά γιατί η νέα πορεία θα φέρει το µπότζι στο κάργα». Ήρθε στο ραδιογωνιόµετρο, του φόρεσα τα ακουστικά, ακουσε ..-. (F) .. (I) τρεις φορές, και τη µεγάλη παύλα των είκοσι δευτερολέπτων. Του έδειξα πώς σβήνει η αντιστοιχία. Το απίθανο µυαλό του δεν χρειαζόταν πολύ για να µπει στο νόηµα του χειρισµού. Του άρεσε και ήθελε να ξέρει τα πάντα. Έτσι άρχισε η περαντζάδα µας στον Μπέη. Παρ' όλο που το βαπόρι ήταν βαρυφορτωµένο, το κούνηµα είχε οριακές κλίσεις,
Φαίνεται πως το κύµα είχε βάθος,
Παρακολουθούσαµε το κλινόµετρο. Έφτανε τις 30 µοίρες, ιδίως προς τα δεξιά. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν τηρούσαµε τις βάρδιες. Παραµέναµε όλοι οι αξιωµατικοί στη γέφυρα για να βοηθήσουµε τον Πλοίαρχο. Αλλάζαµε τιµονιέρη κάθε µισή ώρα, γιατί η δουλειά του ήταν πολύ κουραστική. Έτσι πέρασε όλη η νύχτα. Την εποµένη το πρωί, ξαφνικά ακούσαµε φωνές από το σαλόνι που ήταν ακριβώς κάτω από τη γέφυρα. Φώναζαν η κυρία Τίνα Ωνάση και η σύζυγος του Πλοιάρχου. Τρέξαµε όλοι στη σκάλα. Είχε ξεκολλήσει το πιάνο και παρασυρόταν ανεξέλεγκτο δεξιά-αριστερά στο σαλόνι Οι κυρίες ευτυχώς είχαν στριµωχτεί σε µια γωνιά και δεν κινδύνευαν. Έφερε ο λοστρόµος γερά σκοινιά. Διαλέξαµε δυο µπαρούµες για αρχή.
Δέσαµε τη µια άκρη του κάθε σχοινιού σε πεταλούδες των φινιστρινιών. Τις απέναντι άκρες, τις βέτες, τις κρατήσαµε, εγώ και ο λοστρόµος, στα χέρια, έτοιµοι για δράση. Η εικόνα εκείνη τη στιγµή ήταν: Ο Αρίστος και ο Καπετάνιος έξω από το σαλόνι, στο µεγάλο χωλ, ανησυχούσαν για τις γυναίκες τους. Ο Υποπλοίαρχος έτρεξε στη γέφυρα να ορθοπλωρίσει το βαπόρι για ν' απαλύνει το µπόντζι. Οι υπόλοιποι, ναύτες, καµαρότοι, κι αυτοί έξω από το σαλόνι, έτοιµοι να βοηθήσουν. Στο επόµενο κούνηµα ήρθε το πιάνο µε φόρα κι έπεσε δίπλα σ' ένα µεγάλο καναπέ. Του επιτεθήκαµε και το καπελώσαµε µε τα σχοινιά. Πριν προφθάσουµε όµως να δέσουµε τις βέτες, το βαπόρι έγειρε αντιθέτως, µας έφυγε το πιάνο, κτύπησε τον λοστρόµο στο πόδι και έπεσε στον απέναντι µπουλµέ. Στο δευτερόλεπτο χύµηξε ο Αρίστος, άρπαξε τον λοστρόµο από το χέρι και, όπως ήταν πεσµένος, τον έσυρε έξω στο χωλ πριν επιστρέψει το τεράστιο πιάνο και τον σκοτώσει Μπήκε στο σαλόνι ένας ναύτης κι έπιασε τη βέτα που κρατούσε ο λοστρόµος. Είχαµε ανοιχτεί και οι δυο και το περιµέναµε. Άρχισε να έρχεται προς εµάς. Το βάρος του έγδερνε το παρκέ. Ξαναπήγε και διπλάρωσε στον καναπέ. Το καπελώσαµε πάλι Αυτή τη φορά περάσαµε τις βέτες από τις πεταλούδες, αλλά δεν προφθάσαµε να δέσουµε. Μόλις άρχισε να γέρνει το βαπόρι και να ξεσέρνει το πιάνο αγαντάραµε τα σχοινιά, µέχρι που µάτωσαν τα χέρια µας, αλλά δεν τ' αφήσαµε. Τότε όρµησαν όλοι στο σαλόνι, έριξαν κι άλλα σχοινιά και τελικά το µποτσάραµε γερά. Μας έφεραν οι καµαρότοι καθαρές πετσέτες να τυλίξουµε τα χέρια µας για να σταµατήσει το αίµα. Ο Καπετάνιος και ο Αρίστος πήγαν τκ γυναίκες στις καµπίνες τους. Ο Καπετάνιος µετά πήγε στη γέφυρα. Κατέβηκε στο σαλόνι ο Υποπλοίαρχοι; Μου είπε: «Το δέσατε γερά»: Του απάντησα: «Τώρα καλά είναι, αλλά µε το κούνα-κούνα θα µποσικάρουν τα σχοινιά. Πιο καλά να βάλουµε γρύλλους. Έδωσε εντολές στους ναύτες. Άρχισα να κοιτάω τις ζηµιές. Υπήρχαν πολλές. Εκείνη τη στιγµή µπήκε στο σαλόνι ο Αρίστος. Πρώτη του κουβέντα ήταν: «Το πόδι του λοστρόµου, το κοίταξες;
Τελικά και το πόδι του λοστρόµου έγινε καλά και όλες οι ζηµιές αποκαταστάθηκαν. Αυτή η ιστορία ίσως θα έπρεπε να τοποθετηθεί σ' ένα άλλο κεφάλαιο αφιερωµένο στις φουρτούνες. Την ανέφερα εδώ σαν παράδειγµα για την ανθρωπιά του Αρίστου. Υπολόγιζε πάντα όλους όσοι εργάζονταν στις εταιρείες του και βοηθούσε µε τρόπους που µας έκαναν εντύπωση. Όταν το επάγγελµα είναι πολύ επικίνδυνο, αυτό µετράει πέρα από κάθε άλλη παροχή. Καλές είναι οι αποδοχές, θέλει όµως, αν κτυπήσεις, να σε κοιτάξουν. Θα τελειώσουµε µ' αυτό το ταξΙδι και θα πούµε περισσότερα.
Την εποµένη, αργά το βράδυ, φάνηκε ο φάρος Ουζάντ. Έχει φωτιστική δύναµη ένα εκατοµµύριο κεριά και είναι ορατός από 40 χιλιόµετρα. Παρακάµπτοντάς τον, εισερχόµαστε στα στενά της Αγγλίας. Το µπόντζι εΙχε κοπάσει αρκετά, Το βαπόρι κουνούσε νωχελικά. Ενας-ένας, όσους έριξε η φουρτούνα στο κρεβάτι, άρχισαν πάλι να εµφανίζονται. Νάτος και ο κύριος Λούλης. Ακόµα µισοζαλισµένος ανέβηκε στη γέφυρα, µας χαιρέτησε και ακούµπησε στο παραπέτο. Ο Μπούλης τον ακολουθούσε παντού και του έκανε χαρές. Είδε ο κύριος Λούλης τον Καπετάνιο που έκανε βόλτες στην τιµονιέρα και τον µιµήθηκε για να ξεµουδιάσει. Σε µια στιγµή γλυστράει και πέφτει ολόκληρος πάνω στο σκυλάκι. Το κακόµοιρο έβγαλε µια κραυγή και έµεινε ... ξερό. Σηκώσαµε τον κύριο Λούλη και τον ξαπλώσαµε στον καναπέ, στην αίθουσα χαρτών. Ο Μπούλης είχε ανοίξει τα µατάκια του και µας κοίταζε. Το σήκωσα πολύ προσεχτικά και το ξάπλωσα επάνω σε µια στίβα από σηµαίες. Πρέπει να πονούσε πολύ γιατί σιγοκλαψούριζε. Κοιτάξαµε πρώτα τον κύριο Λούλη. Δεν εΙχε τίποτα σοβαρό, εκτός από µια µεγάλη µελανιά στα πισινά. Κλαψούριζε κι εκείνοι; Αγρίεψε ο Καπετάνιος και του φώναξε: «Δεν καθόσουνα στο κρεβάτι σου κύριε Μπούλη» Απάντηση: «Λούλη µε λένε».
Πριν περάσουν λίγα λεπτά έτρεξαν στη γέφυρα ο Υποπλοίαρχος που ήταν, από καθήκον, και ο γιατρός του βαποριού, ο Αρίστος και οι τρεις γυναίκες. Στέκονταν όλοι και κοίταζαν τα πισινά του κυρίου Λούλη. Μου ήρθε να γελάσω, αλλά κρατήθηκα. Ο Υποπλοίαρχος µετά, κοίταξε το σκυλάκι και είπε: «Μάλλον έχει σπάσει πλευρά». Ο Καπετάνιοι; ζήτησε τηλεγραφικώς ιατρική συµβουλή από το Dover. Η απάντηση ήταν να το βάλουµε ολόκληρο σε νάρθηκα και να του κάνουµε µια παυσίπονη ένεση, στο πέµπτο της δόσης γιατί ήταν
µικρόσωµο. Η εταιρεία εΙχε πρακτορείο στο Ρότερνταµ. Τηλεγράφησε ο Αρίστος να φροντίσουν για το σκυλάκι Την ώρα που διπλαρώναµε µας περίµενε νοσοκοµειακό... σκύλων. Μας έκανε εντύπωση.
«Tina Onassis» Ο πρόδροµος των κολοσσιαίων
Στις αρχές Δεκεµβρίου 1953 µε µετέθεσαν στο Tina Onassis, που ήταν τότε υπό κατασκευή στα ναυπηγεία Howaldt Werke του Αµβούργου, Γι' αυτό το βαπόρι θα µπορούσαν να γραφούν τουλάχιστον δέκα κεφάλαια. Εµείς θα τα κάνουµε πέντε παραγράφους.
Λέγεται ότι στην καθέλκυση του ήταν παρόντες περισσότεροι από εκατό χιλιάδες κόσµου, εκτός από την πληθώρα επισήµων. Ήταν τότε το µεγαλύτερο και τελειότερο δεξαµενόπλοιο του κόσµου, χωρητικότητας 46.000 τόνων, και αποτελούσε το θαύµα αναβίωσης της γερµανικής βιοµηχανίας µετά τις καταστροφές του πολέµου. Παρών φυσικά και ο Αρίστος µε την σύζυγο και τα παιδιά τους. Η Χριστίνα, που ήταν τότε τριών ετών, έσπασε το καθιερωµένο µπουκάλι σαµπάνιας, από την αγκαλιά της µητέρας, και ο Αλέξανδρος
πάτησε το διακόπτη που ελευθέρωσε το σκάφος για να γλυστρήσει στα νερά του ποταµού Έλβα, συνοδευόµενο από ζητωκραυγές.
Πρωτόγνωρη πολυτέλεια στις καµπίνες, στα σαλόνια, τραπεζαρίες, διαδρόµους, κλιµακοστάσια, παντού. Ο Αρίστος σ' αυτά ήταν άριστος. Εµείς οι ναυτικοί τα βαπόρια του τα λέγαµε: «Βασιλοπάπορα» .
Γιγαντισµός που είδαµε για πρώτη φορά στη ζωή µας. Όλα σε µεγένθυση. Μπορούµε να πούµε τώρα πως αυτό το βαπόρι ήταν ο πρόδροµος των κολοσσιαίων πετρελαιοφόρων που θ' ακολουθούσαν µετά από δεκαπέντε χρόνια, των 220.000 τόνων, και αργότερα των 440.000 τόνων. Τότε όµως το φοβηθήκαµε λίγο. Όλα τα περιοδικά και εφηµερίδες έγραφαν τις διαστάσεις του και τα αξιοθαύμαστα του. Το πηδάλιό του είχε εµβαδόν ενός γηπέδου του µπάσκετ. Το κατάστρωµα του ξεπερνούσε ένα γήπεδο ποδοσφαίρου και άλλα πολλά. Θυµάµαι ότι κάποιος µεγαλοσχήµων έγραψε: «Αυτό το βαπόρι αποτελεί ασέβεια του ανθρώπου προς τα στοιχεία της φύσεως». Και όµως αποδείχθηκε καλοτάξιδο.
Στη γέφυρά του υπήρχαν όλα τα νεότερα ηλεκτρονικά και γενικώς τα πιο σύγχρονα όργανα. Ξεκινήσαµε στις 28 Δεκεµβρίου 1953, έπειτα από µια µεγάλη δεξίωση που έδωσε ο Αρίστος. Προχωρούσε το βαπόρι µεγαλόπρεπο, στο ποτάµι, για να βγει στον ωκεανό, και είχαν µαζευτεί στις όχθες αµέτρητα πλήθη για να το δουν και να το χαιρετήσουν. Όταν περνούσαµε το στενό του Γιβραλτάρ, µε ευνοϊκό καιρό, έπιασε και το ρεκόρ των 19 µιλίων, δηλαδή ταχύτητα 35 χιλιοµέτρων, που για τέτοιο όγκο δεν την περιµέναµε.
Στο Πόρτ Σάιντ
Φθάσαµε στο Πορτ-Σάιντ στΙς 15 Ιανουαρίου 1954, το βράδυ. Εκεί επιβιβάσθηκαν: Ο Αρίστος µε την Τίνα, ο Νικόλαος Κοκκίνης, διευθυντής του γραφείου της Νέας Υόρκης, µε τη
σύζυγό του και ο Σπύρος Καταπόδης που είχε µαγειρέψει µια συµφωνία µε τους Σαουδάραβες. Θα τους είχαµε όλους επιβάτες µέχρι την Τζέντα, λιµάνι της Ερυθράς θάλασσας, κοντά στη Μέκκα. Εκεί θα επισκεπτόταν το βαπόρι ο τότε βασιλιάς Al Malik Saud al Awal και θα γινόταν δεξίωση για τη συμφωνία που θα υπέγραφαν. Εγώ, από καθήκον, τους ναυτολόγησα τότε, γιατί δεν επιτρεπόταν το βαπόρι να περάσει τη διώρυγα µε επιβάτες. Θα είχε αυξηµένα διόδια. Μου έκανε εντύπωση ότι ο Αρίστος ήταν 48 ετών, ενώ η Τίνα 25 και κούκλα. Η απόσταση των 650 µιλίων, από το Σουέζ µέχρι την Τζέντα, επρόκειτο να καλυφθεί σε µια µέρα και 19 ώρες. Είχα τη βάρδια Ανθυποπλοιάρχου
από τα µεσάνυχτα έως τις 04:00 το πρωί. Τη δεύτερη νύχτα ήλθε ξαφνικά στη γέφυρα ο Αρίστος, περίπου κατά τις 2 η ώρα.
Σε άλλες δέκα ώρες θα φθάναµε στον προορισµό µας. Επειδή στην τιµονιέρα κρατάµε τη νύχτα απόλυτο σκοτάδι, για να βλέπουµε το πέλαγος µπροστά, του άναψα ένα φαναράκι
και τον οδήγησα να καθήσει στην πολυθρόνα του Πλοιάρχου. Ήµουν στη βάρδια µόνος µε τον τιµονιέρη. Πολύ ήσυχη βραδιά και η Ερυθρά Θάλασσα έλαµπε κάτω από το φεγγάρι. Ο Αρίστος δεν ήθελε να καθήσει και µόλις συνήθισαν τα µάτια του στα σκοτεινά, βγήκε στο φτερό. Φορούσε µια ρόµπα. Ζήτησε καφέ. Τηλεφώνησα του σκάπουλου να του φέρει από
την τραπεζαρία. Φαινόταν πολύ ανήσυχος. Με ρώτησε λεπτοµέρειες για τη βάρδια µου, για τις σπουδές µου και άλλα, όλα γύρω από τη ζωή µου. Τελικά µε ρώτησε η ώρα θα σχολάσω.
Του είπα: «Στις 04:00 θα µε αντικαταστήσει ο Υποπλοίαρχος». Απότοµα µετά: «Και θα πας για ύπνο; Τυχερέ»!
Παραξενεύτηκα τότε, αλλά µετά που διαβάσαµε στις εφηµερίδες και τα Ναυτικά Χρονικά, τι πήγαινε να κάνει στην Τζέντα, κατάλαβα γιατί δεν του κόλλαγε ύπνος. Κατά τκ 03:00 τηλεφώνησε στη γέφυρα η κυρία Τίνα: «Είναι ο Άρης επάνω; Πες του, σε παρακαλώ, να έλθει». Όταν του το είπα, µου λέει: «Είσαι παντρεµένος; Να µη παντρευτεις ποτέ». Κι έφυγε.
Όταν, ύστερα από οκτώ χρόνια, ετοιµαζόµουν να παντρευτώ, του ταχυδρόµησα µια
πρόσκληση στο γραφείο του Monte CarIo. Όχι για να έλθει στο γάµο µου, αλλά επειδή τον ένοιωθα σαν πατέρα µου. Έστειλε στην εκκλησία, τη στιγµή του γάµου, ένα πελώριο καλάθι
µε γαρύφαλλα που το έφεραν δυο κοπέλες µε στολές της Ολυµπιακής Αεροπορίας.
Έτσι στις 18 Ιανουαρίου 1954, λίγο µετά το µεσηµέρι, φθάσαµε και αγκυροβολήσαµε στην Τζέντα. Πριν περάσει µισή ώρα, φάνηκαν τα πλωτά που µετέφεραν τους επισήµους. Ο
λοστρόµος µε τους ναύτες είχαν τοποθετήσει τη µεγάλη σκάλα. Ο Πλοίαρχος και οι Αξιωµατικοί µε στολές. Ο Αρίστος, οι Ν. Κοκκίνης, Σπ. Καταπόδης και οι κυρίες περίµεναν στο µεγάλο σαλόνι. Πρώτα διπλάρωσαν οι βενζινάκατοι µε τους υπουργούς Εµπορίου, Οικονοµικών και Εσωτερικών. Τελευταία διπλάρωσε η βασιλική θαλαµηγός µε τον θρυλικό ΑΙ Malik Saud. Τους πλαισίωναν γραµµατείς, φαρισαίοι, υπασπιστές, αξιωµατούχοι και οι απαραίτητοι δηµοσιογράφοι. Ήταν µια κουραστική µέρα για µας. Το βράδυ ξεµπαρκάρησαν όλοι στη στεριά. Ο βασιλιάς, πριν φύγει, έκανε σε όλους δώρα. Η συµφωνία θα υπεγράφετο έξω και µετά θα επέστρεφαν αεροπορικώς. Εµείς πήραµε
εντολή να φορτώσουµε στο Kuwait. Αργά τη νύχτα βιράραµε και αναχωρήσαµε. Μόλις βγήκαµε στο πέλαγος, αισθανθήκαµε απέραντη αγαλλίαση.
Σ' αυτό το βαπόρι έγιναν ακόµη δύο διάσηµες δεξιώσεις, στο Ρότερνταµ και στο Λονδίνο. Κάτι επίσης αξέχαστο ήταν ότι ανάµεσα στο πολυπληθές πλήρωµα είχαµε και µια Υδραία
ναύτισσα µε το παρατσούκλι Μπουµπουλίνα. Μοναδικό φαινόµενο της εποχής εκείνης. Αυτή η ιστορία όµως ανήκει σε άλλο κεφάλαιο. Τώρα λέµε για τον Αρίστο.
Συνεχίζεται ...