MENU
MENU
  • foto_ (2).jpgfoto_ (2).jpg

Μιχάλης Μαντάς. Δ.Η τέχνη του παραγαδιού - 4ο μέρος.

Ευγενική προσφορά : psarema.gr

Μιχάλης Μαντάς
Ερασιτέχνης Ψαράς


Η τέχνη του παραγαδιού – 4ο μέρος.

Τα είδη των παραγαδιών - Πώς φτιάχνεται το παραγάδι Πώς το ρίχνουμε - Πώς το σηκώνουμε - Πώς το «νετάρουμε»
Τι πρέπει να προσέχουμε Αναλυτικές οδηγίες βήμα - βήμα για όλα

Παιανία 2014


Περιεχόμενα

Σαν πρόλογος 4
Επί του θέματος 6
Οι απαραίτητες γνώσεις 9
Θέμα 1ο: Οι ψαρότοποι 9
Τα είδη των ψαρότοπων 9
Τοβάθος 12
Η μορφολογία των βυθών 12
Τα εργαλεία ανίχνευσης και η χρήση τους 13
Οι βυθομετρικοί χάρτες 15
Τα βυθόμετρα (sonar) 17
Θέμα 2ο: Οι καιροί 19
Οι αέρηδες 19
Οι βροχές και οι καταιγίδες 27
Οι εποχές 28
Η διάρκεια ημέρας και νύχτας 31
Ο Ήλιος και το φεγγάρι 32
Θέμα 3ο: Το σκάφοςκαι οι χειρισμοί του 32
Θέμα 4ο: Η διαχείριση των εργαλείων ψαρέματος 35
Θέμα 6ο: Τα δολώματα 38
Ταψαροδόλια 39
Τακεφαλόποδα 39
Η γαρίδα 39
Τοκαραβιδάκι 40
Οι μικρές γαρίδες 40
Τα οστρακοειδή 40
Το αγγούρι της θάλασσας 40
Τα ακριβά δολώματα 41
Ταμικρόψαρα 41
Οι προτιμήσεις των ψαριών 41
Η συντήρηση των δολωμάτων 42
Το κυρίως θέμα: 44
Θέμα 1ο: Τα είδη των παραγαδιών 44
Ψιλά παραγάδια 44
Μέτζα παραγάδια 44
Χοντρά παραγάδια 44
Τα ξιφιοπαράγαδα 45
Τα παραγάδια της... στεριάς 47
Τα... ειδικά παραγάδια 47
Θέμα 2ο: Πώς φτιάχνεται το παραγάδι 48
Θέμα 3ο: Πώς δολώνουμε το παραγάδι 58
Θέμα 4ο: Πώς ρίχνουμε το παραγάδι (το καλάρισμα) 59
Θέμα 5ο: Πώς σηκώνουμε το παραγάδι (το λεβάρισμα) 67
Θέμα 6ο: Πώς νετάρουμετο παραγάδι (το λέντισμα) 68
Θέμα 7ο (και τελευταίο): Τι πρέπει να προσέχουμε 69
Σαν Επίλογος 73

 

Ακούω και διαβάζω για παραγάδια για κυνηγούς και άλλα πολλά, αλλά ομολογώ ότι δεν έχω ιδέα από αυτά τα ψαρέματα και αν κάποιος γνωρίζει κάτι περισσότερο, θα ήμουνα υπόχρεος αν μπορούσε να μου εκθέσει τις γνώσεις του ώστε να τις συμπεριλάβω και αυτές στο γραπτό μου.
 

Σε ότι πάντως με αφορά, για τα είδη των παραγαδιών που δουλεύω περισσότερο εγώ, (ψιλά και μέτζα), βρίσκω το φθινόπωρο σαν την καλύτερη εποχή.
 

Σημείωσα παραπάνω ότι τα λυθρίνια και τα φαγκριά δεν γιαλώνουν ποτέ. Ακόμη πιο πάνω όμως είχα σημειώσει και το ότι ο γενικός κανόνας στη θάλασσα είναι... η εξαίρεση ή η έκπληξη. Η παρακάτω ιστορία, που είναι προσωπική μου εμπειρία, έχει σαν σκοπό να αποδείξει ακριβώς αυτό.
 

Για οικογενειακούς λόγους, κάποια εποχή στα τέλη της 10ετίας του 1980, μετακόμισα στην Κέρκυρα, με προοπτική να παραμείνω εκεί για όλη την υπόλοιπη ζωή μου. Για διάφορους προσωπικούς λόγους, τα σχέδιά μου αυτά ναυάγησαν και το διάστημα που έμεινα σε αυτό το νησί ήταν περίπου 6 μήνες, από Ιούνιο μέχρι Δεκέμβριο.
Φυσικά στην μετακίνησή μου αυτή είχα μαζί και την τότε βάρκα μου, μια πλαστική 4,30 μ. με εσωλέμβια βενζινομηχανή 7 ίππων (ποτέ στη ζωή μου δεν είχα εξωλέμβια μηχανή, αργότερα θα εξηγήσω γιατί) και όλα τα ψαρευτικά μου εργαλεία, παραγάδια, συρτές και πετονιές διαφόρων ειδών και φυσικά όποιες και όσες ώρες μου περίσσευαν τις διέθετα να εξερευνώ τις διάφορες περιοχές του νησιού για να μπορέσω να αρχίσω να ψαρεύω.
 

Το πράγμα δεν ήταν καθόλου εύκολο, γιατί τότε ούτε βυθόμετρο είχα, ούτε και κανέναν γνωστό της περιοχής να με πληροφορήσει σχετικά. Γύριζα από δω κι από κει ψαρεύοντας με την καθετή και προσπαθώντας να δω τους βυθούς, όταν τα μέρη ήταν ρηχά και τα νερά καθαρά. Στις διαδρομές είχα πάντα ριγμένες δυο συρτές αφρού με κουταλάκια και κουδουνάκια και κάπου - κάπου έπιανα κανέναν κυνηγό και κανένα κοκκάλι. Τρεις φορές έριξα ψιλό παραγάδι σχεδόν «κουτουρού» και δεν έπιασα απολύτως τίποτα.
Ανοιχτά στην πλαζ που συνηθίζαμε να κάνουμε μπάνιο ήταν ένα μικρό νησί και είχα βάλει στο μυαλό μου κάποια στιγμή να το επισκεφτώ, μήπως και εύρισκα εκεί κανέναν ψαρότοπο της προκοπής. Πράγματι ένα πρωινό που η θάλασσα ήταν ήρεμη, πήγα εκεί (η απόσταση ήταν 2-3 μίλια, δηλαδή μισή περίπου ώρα με την αργή βάρκα μου) και κάνοντας βόλτα γύρω - γύρω είδα έναν καλό βυθό. Έτσι αποφάσισα με την πρώτη ευκαιρία να ρίξω εκεί παραγάδι. Λίγες μέρες αργότερα έφτασα εκεί απόγευμα με δολωμένα με γαρίδα δυο 200άρια ψιλά παραγάδια, τα οποία μόλις νύχτωσε τα καλάρισα γύρω από το νησί.
Γύρισα εκεί να σηκώσω τα παραγάδια γύρω στις 4 το πρωί και τέλειωσα το σήκωμα χωρίς απρόοπτα, αλλά και χωρίς ψάρια μετά 2 περίπου ώρες. Όλη η ψαριά ήταν ένας και μοναδικός σπάρος!
 

Επιστρέφοντας στην ακτή, όπου η παρέα μου έκανε το πρωινό της μπάνιο, είχα αμολήσει τις δυο συρτές μήπως και... ρεφάρω, αλλά που. Ούτε τσιμπιά. Πλησιάζοντας στην ακτή άρχισα να μαζεύω την πρώτη συρτή στο φελλό (εκείνη την εποχή δεν είχαμε καρούλια ακόμη) και όταν τελείωσα συνέχισα με τη δεύτερη. Προχωρώντας διαπίστωσα ότι ο βυθός ρήχαινε απότομα και δεν προλάβαινα να μαζέψω την πετονιά στο φελλό. Έτσι άρχισα να την μαζεύω γρήγορα ρίχνοντάς την στο κάθισμα της βάρκας κουλουριαστά. Όταν πλησίασα σε βάθος λιγότερο από 1 μ. και είχα τελειώσει και το μάζεμα, έριξα την αγκυρούλα και μπήκα στη θάλασσα για να βγω στην ακτή. Εκεί έμεινα μέχρι αργά το μεσημέρι, αφού μετά το μπάνιο φάγαμε στο παρακείμενο ταβερνάκι.
 

Ξεκινώντας να φύγουμε κώλωσα το τρέιλερ σε μια υποτυπώδη γλίστρα που υπήρχε για να βγάλω τη βάρκα και μπήκα πάλι στο νερό για να τη φέρω προς τα έξω. Τότε είδα την παρατημένη στο κάθισμα συρτή, οπότε αφού σήκωσα την άγκυρα έβαλα μπροστά τη μηχανή, για να κάνω μια μικρή βόλτα προς τα ανοιχτά, όπου απλώνοντας τη συρτή θα τη μάζευα ευκολότερα. Όταν η πετονιά έπεσε όλη στο νερό, άρχισα να την μαζεύω στο φελλό της, ενώ ταυτόχρονα γύρισα τη βάρκα προς την ακτή.
Το βάθος εκεί ήταν περίπου 3 μέτρα και τα νερά πεντακάθαρα και ήρεμα, ώστε ο βυθός φαινόταν καλά. Η συρτές μου είχαν 6 μολυβάκια των 30 γραμμαρίων ανά 8 μέτρα, οπότε το κουταλάκι που ήταν στο τέλος έφτανε περίπου σε αυτό το βάθος με την ταχύτητα των 3,5 περίπου μιλίων που πήγαινε η βάρκα. Έτσι, όταν ένιωσα το απότομο τράβηγμα ήμουνα σίγουρος ότι το κουταλάκι κόλλησε σε κάποιο βραχάκι και αμέσως πέταξα το φελλό στη θάλασσα για να μη μου κοπεί η πετονιά και τη χάσω. Κάνοντας μια μεγάλη στροφή με τη μηχανή στο ρελαντί, γύρισα να πιάσω το φελλό και να προσπαθήσω να ... ξεκολλήσω την συρτή. Όμως όταν είδα το φελλό να... τρέχει τα 'χασα. Τον έπιασα γεμάτος απορία και αγωνία και άρχισα να σηκώνω. Το μικρό ... «βραχάκι» έκανε κάτι τρελά κεφάλια κι όταν το πλησίασα μετά από πολύ προσπάθεια πιο κοντά, είδα το βυθό να έχει... χαθεί από τη θολούρα.
 

Η μεσηνέζα της συρτής ήταν ίο 60 και το παράμαλλο ίο 40 από απλή φυσικά πετονιά, αφού οι σημερινές ενισχυμένες δεν είχαν ακόμη εφευρεθεί. Έκανα περί-που 45 λεπτά να φέρω το ...βραχάκι κοντά στη βάρκα και να καταφέρω να το καρφώσω με το γάντζο. Το όλο ... σκηνικό εξελισσόταν σε απόσταση μόλις 50 περίπου μέτρων από την παραλία και ο κόσμος που ήταν εκεί, μαζί και οι δικοί μου, καταλαβαίνοντας ότι κάτι περίεργο συμβαίνει, είχαν μαζευτεί και χάζευαν τη βάρκα μου που πηγαινοερχόταν πέρα δώθε. Προφανώς ήμουνα φουσκωμένος σαν ... διάνος όταν βγήκα στην παραλία, κρατώντας στα χέρια μου το 5,5 κιλών φαγκρί που σπαρτάριζε.
 

Το πράγμα ήταν εντελώς ... κουφό.
 

Ο ταβερνιάρης μου είπε ότι είχαν χρόνια να δουν τέτοιου είδους ψάρι στην περιοχή αυτή.
Ο σπιτονοικοκύρης που μου νοίκιαζε το σπίτι που έμενα, όντας ψαροντουφεκάς και διευθυντής ενός μεγάλου ξενοδοχείου, μου ζήτησε να του το δώσω για να το δείξει στους φίλους του ψαροντουφεκάδες την άλλη μέρα, γιατί αν θα τους το διηγιόταν ήταν σίγουρος ότι κανείς δεν θα τον πίστευε.
Όταν το έφερε πίσω, το κόψαμε φέτες και μαγειρέψαμε το σώμα του πλακί στο φούρνο και το φάγαμε και οι δυο οικογένειες μαζί. Λίγες μέρες αργότερα η οικογένεια μου έφαγε και μια πολύ ωραία ψαρόσουπα από το κεφάλι του.
Από τότε άρχισα να πιστεύω ότι «όλα στη θάλασσα είναι... πιθανά!».
 

Η διάρκεια ημέρας και νύχτας
 

Όσοι έχουν ήδη ασχοληθεί με το παραγάδι, γνωρίζουν ότι τα περισσότερα είδη παραγαδιών ψαρεύουν καλύτερα τη νύχτα.Επομένως όσο πιο μεγάλες είναι οι νύχτες, τόσο το καλύτερο για τους παραγαδιάρηδες.
Τις μεγάλες χειμωνιάτικες νύχτες, όσοι αντέχουν το κρύο, μπορούν να ρίξουν ψιλό παραγάδι στις ... 5 το απόγευμα και να το σηκώσουν στις 8-9 το βραδάκι.
 

Το ίδιο μπορούν να το επαναλάβουν 12 ώρες αργότερα στις 5 το πρωί και στις 8-9 επίσης το πρωί.
 

Για τα παραγάδια βέβαια που δουλεύονται ημέρα, ισχύει το ακριβώς αντί¬στροφο, αφού οι μεγάλες ημέρες είναι το καλοκαίρι.
Άλλη επίδραση στο ψάρεμα του παραγαδιού δεν γνωρίζω να έχει η διάρκεια της ημέρας και της νύχτας και αν κανείς γνωρίζει κάτι περισσότερο, παρακαλείται να μου το γνωστοποιήσει για να το συμπεριλάβω την πρώτη φορά που θα συμπληρώσω, με ότι καινούργιο έχει στο μεταξύ συγκεντρωθεί, το γραπτό μου.
 

Ο Ήλιος και το φεγγάρι
 

Ο ήλιος και το φεγγάρι έχουν πολύ συγκεκριμένη επίδραση στην απόδοση του παραγαδιού, την οποία θα προσπαθήσω να περιγράψω αμέσως παρακάτω.
 

Σε ότι αφορά τον ήλιο, όλοι όσοι ψαρεύουμε είτε με παραγάδι, είτε με καθετή, είτε με τσαπαρί, ακόμη και με κάποια είδη συρτής, γνωρίζουμε από πρώτο χέρι ότι οι ώρες που αυτός είτε εμφανίζεται (ανατολή), είτε εξαφανίζεται (δύση) είναι οι καλύτερες γι' αυτές τις δραστηριότητες.
 

Η επίδραση του φεγγαριού είναι περισσότερο πολύπλοκη, γιατί το φεγγάρι δεν είναι τόσο απλό, όσο ο ήλιος.
Το φεγγάρι εκτός που αλλάζει συνεχώς σε μέγεθος, πράγμα που δεν συμβαίνει με τον ήλιο, έχει και περισσότερο ... άτσαλες συνήθειες, σε ότι αφορά την ανατολή και τη δύση του.
 

Στις διάφορες ενημερωτικές ιστοσελίδες που αφορούν το ψάρεμα, μπορεί κα¬νείς να βρει και πίνακες (ηλιοσεληνιακοί πίνακες) που αντιστοιχίζουν τις καλές και τις κακές ψαρευτικά ημέρες και ώρες, με τις διάφορες φάσεις του φεγγαριού.
Προσωπικά δεν έχω καταφέρει να ... σταθεροποιήσω την άποψή μου για το θέμα αυτό. Έχω κάνει καλές ψαριές, τις δεδομένες ως κάκιστες (από πλευράς φάσης του φεγγαριού) ημέρες και κακές έως μηδενικές ψαριές, τις ημέρες που χαρακτηρίζονται ως άριστες.
Αν προσπαθήσει να κάνει κανείς κάποιου είδους ... στατιστική, ρωτώντας τους ψαράδες σχετικά, αν βέβαια υποθέσουμε ότι θα πάρει ειλικρινείς απαντήσεις (πράγμα μάλλον απίθανο), πιστεύω ότι θα μπερδευτεί ακόμη περισσότερο.
Οι συστηματικοί και έμπειροι χρήστες συγκεκριμένων ειδών παραγαδιών, ό¬πως και αυτοί που ψαρεύουν αποκλειστικά και μόνο άλλα συγκεκριμένα ψαρέματα, ίσως έχουν καλύτερες απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα.
Η δική μου απάντηση στο ερώτημα «πότε προτιμώ να πηγαίνω για ψάρεμα με παραγάδι», είναι: «όταν έχω χρόνο και ο καιρός το επιτρέπει»!
 

Θέμα 3ο: Το σκάφος και οι χειρισμοί του
 

Στο ερώτημα ποιο είναι το καταλληλότερο σκάφος για το ψάρεμα του παραγαδιού, οι απαντήσεις είναι πολλές. Ο λόγος είναι γιατί το είδος του σκάφους δεν το καθορίζει μόνο το είδος του συγκεκριμένου ψαρέματος, αλλά και άλλοι πάρα πολλοί παράγοντες. Το τι εννοώ, θα γίνει πιστεύω κατανοητό με όσα θα αναφέρω παρακάτω.
 

Αν π.χ. μας ενδιαφέρει να ψαρεύουμε με παραγάδι σε πολλά μέρη της Ελλάδας, τότε σίγουρα το σκάφος που μας χρειάζεται θα πρέπει να είναι αρκετά ελαφρύ για να μπορεί να μεταφέρεται με τρέιλερ. Αυτό και μόνο, σχεδόν αποκλείει όλα τα ξύλινα σκάφη, που είναι κατά πολύ βαρύτερα από τα πλαστικά, όπως επίσης και τα κάπως μεγάλα σε μέγεθος, που ούτε μεταφέρονται, ούτε μπαινοβγαίνουν στη θάλασσα εύκολα.
 

Αντίθετα αν ψαρεύουμε μόνιμα σε κάποιο συγκεκριμένο μέρος, τότε οι επιλογές μας μπορούν να είναι πολύ περισσότερες, ανάλογα και με την οικονομική μας δυνατότητα.
 

Αν είμαστε μέλος μιας ψαρευτικής παρέας, τότε μπορούμε να ψαρεύουμε παραγάδι και με σκάφη που φέρουν εξωλέμβια μηχανή, πράγμα που δύσκολα θα το καταφέρουμε αν θελήσουμε να το πραγματοποιήσουμε μοναχικά.
Αντίθετα τα σκάφη με εσωλέμβιες μηχανές, μπορούν εύκολα να μας δώσουν τη δυνατότητα να ψαρεύουμε με παραγάδι και «κατά μόνας». (Μια τέτοια περίπτωση είμαι κι εγώ, που ψαρεύω μόνος τις συντριπτικά περισσότερες φορές κι έτσι υποχρεωτικά χρησιμοποιώ μια βαριά βάρκα με εσωλέμβια πετρελαιομηχανή, που μου δίνει άνετα αυτή τη δυνατότητα).
 

Σε τελευταία ανάλυση, ιδανικό σκάφος, με το οποίο να μπορεί κανείς ταυτόχρονα να ψαρεύει άνετα με παραγάδι είτε μόνος του, είτε με παρέα, και ψιλό και χοντρό σε μεγάλα βάθη, που να είναι και μόνιμο αλλά και να μπορείς να το κουβαλάς δώθε κείθε με ευχέρεια, δεν υπάρχει. Για το λόγο αυτό ο καθένας από εμάς πρέπει πρώτα να καταλάβει και να αποφασίσει τι θέλει να κάνει στη θάλασσα και μετά να φροντίσει να αποκτήσει το σκάφος που θα μπορεί να το κάνει, αν βέβαια τα οικονομικά του καλύπτουν τις επιθυμίες του, γιατί αν αυτό δεν συμβαίνει, θα πρέπει να ... συμβιβαστεί με κάτι λιγότερο.
 

Σε γενικές πάντως γραμμές, σε σχέση με τη δυνατότητά τους να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις του παραγαδιού, τα σκάφη μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ως εξής:
 

Αν εξαιρέσουμε τη δυνατότητα της μεταφοράς σε διάφορους τόπους, τότε τα καταλληλότερα για το ψάρεμα του παραγαδιού, είναι τα βαριά ξύλινα σκάφη, όχι ιδιαίτερα μεγάλου μεγέθους. Τέτοια σκάφη, όπως και στα προηγούμενα έχω αναφέρει, είναι τα τρεχαντήρια, οι γαΐτες, η υδραίικη γιάλα καθώς και οι πλαστικές απομιμήσεις τους σε μεγέθη των 5 έως 7 μέτρων το πολύ. Τα σκάφη αυτά μπορούν με άνεση να ψαρέψουν όλα τα είδη παραγαδιών, ψιλά, μέτζα, χοντρά, είτε για μεσαία βάθη, είτε για πολύ βαθιά νερά που χρειάζονται υδραυλικό βίντσι για το λεβάρισμά τους, ακόμη και παραγάδια για ξιφίες.
 

Το ελάττωμα των σκαφών αυτών είναι ότι βρίσκονται συνεχώς μέσα στη θάλασσα και για το λόγο αυτό χρειάζονται βαριά και πολυδάπανη συντήρηση, ενώ κατά κανόνα είναι αργοκίνητα και επομένως περιορισμένης χωρικής εμβέλειας.
Οι λόγοι αυτοί, σχεδόν αποκλείουν τη χρήση τέτοιων σκαφών από τους ερασιτέχνες, οι οποίοι αναγκαστικά επιλέγουν ελαφρύτερα σκάφη, μειώνοντας ταυτόχρονα ανάλογα και τις ψαρευτικές τους απαιτήσεις.
 

Επόμενες επιλογές είναι οι διάφοροι τύποι πλαστικών σκαφών με μήκη μέχρι 5 μέτρα που έχουν και δυνατότητα εύκολης μεταφοράς. Μερικά από τα σκάφη αυτά έχουν δυνατότητα να φέρουν εσωλέμβια πετρελαιομηχανή που είναι μεν σταθερότερη και πολύ οικονομικότερη αλλά και πολύ αργή σε ταχύτητα.
 

Τα σκάφη με εξωλέμβιες μηχανές έχουν την ... ευλογία των γρήγορων μετακινήσεων, είναι όμως πολυδάπανα σε καύσιμα και θέλουν οπωσδήποτε δύο χέρια στη βάρκα για να καταφέρουν να ψαρέψουν παραγάδι, εκτός αν ο χρήστης είναι ταυτόχρονα και... Τιραμόλας. Την κατάσταση με τα καύσιμα σώζουν κάπως οι βοηθητικές μικρές εξωλέμβιες, που τα περισσότερα από αυτά τα σκάφη διαθέτουν, με την προϋπόθεση ότι ο καιρός θα είναι ήσυχος και όχι ανταριασμένος.
Τέλος, ένας πολύ καλός τύπος σκάφους για το ψάρεμα όλων των ειδών των παραγαδιών και όχι μόνο, είναι κάποιο είδος «Λάντζας», ένας τύπος ταχύπλοης παπαδιάς, με βρεχάμενα σχήματος συνήθως ανοιχτού V, που διαθέτει πιλοτήριο πολύ κοντά στην πλώρη του σκάφους, σε τρόπο ώστε να αφήνει πολύ ελεύθερο χώρο πίσω και κινείται με εσωλέμβια ισχυρή μηχανή, που μπορεί να του δώσει ταχύτητα μέχρι και 20 μίλια την ώρα.
 

Δυστυχώς το σκάφος αυτό υπάρχει μόνο σε αρκετά μεγάλο μέγεθος κι έτσι η εύκολη μεταφορά του είναι αδύνατη. Λόγω όμως της αρκετά μεγάλης ταχύτητας που μπορεί να αναπτύσσει, έχει ικανοποιητική ακτίνα δράσης, προσφέροντας ταυτόχρονα μεγάλες ανέσεις και σταθερότητα σε όσους το χρησιμοποιούν. Αυτοί οι λόγοι κάνουν και αρκετούς επαγγελματίες να το χρησιμοποιούν. Πρόκειται βέβαια για επιλογή που αφορά μόνο «γερά πορτοφόλια».
 

Οι πρωτόπειροι πρέπει να ξεκινούν με μικρά, μέχρι 100 αγκίστρια παραγάδια, τα οποία μπορούν να τα καλάρουν σε ρηχά μέρη, χωρίς πολλά βράχια. Τέτοια μέρη είναι οι φυκιάδες που «κρατάνε» σπάρους, οι αμμουδιές που βόσκουν οι μουρμούρες, ακόμη και πετρώδεις ακρογιαλιές με μικρά όμως βραχάκια, όπου μπορούν να πιάσουν μικρούς σαργούς, σκαθάρια και άλλα μικρόψαρα.
Τις πρώτες φορές και το καλάρισμα και το λεβάρισμα, καλό είναι να γίνει με τα κουπιά, οπότε στη βάρκα θα πρέπει να βρίσκονται τουλάχιστον 2 άτομα και ο καιρός να είναι καλός, δηλαδή αν είναι δυνατόν τελείως μπουνάτσα.
Με αυτόν τον τρόπο θα τους δοθεί η ευκαιρία να ανιχνεύσουν τις διάφορες δυσκολίες που έχει αυτό το ψάρεμα και είτε από μόνοι τους, είτε με τη συνδρομή φίλων να αρχίσουν σιγά - σιγά να τις αντιμετωπίζουν.
 

Το καλάρισμα του παραγαδιού με τα κουπιά γίνεται ως εξής:
 

Ο κωπηλάτης κάθεται στο μέσον της βάρκας έχοντας την πλάτη του προς την πλώρη και αυτός που καλάρει το παραγάδι στο πίσω μέρος της, ακουμπώντας το πανέρι (τώρα πια λεκάνη) με το παραγάδι πάνω στο πίσω κάθισμα. Ο πρώτος λάμνει αργά και ο δεύτερος αφήνει το παραγάδι να φεύγει από τη λεκάνη ομαλά. Όταν συμβεί μπέρδεμα, τα κουπιά πρέπει να κάνουν «σία», ώστε να προλάβουν να το αντιμετωπίσουν και να συνεχίσουν. Έτσι σιγά - σιγά όλο το παραγάδι θα πέσει στη θάλασσα χωρίς πρόβλημα.
 

Το λεβάρισμα του παραγαδιού θα γίνει 2-3 ώρες μετά ως εξής:
 

Ο κωπηλάτης θα κάθεται και πάλι στο μέσον της βάρκας με την πλάτη του αυτή τη φορά προς την πρύμνη και αυτός που θα μαζεύει το παραγάδι θα κάτσει μπροστά. Όταν αρχίσει να σηκώνει το παραγάδι, αυτός που χειρίζεται τα κουπιά θα πρέπει να τον παρακολουθεί συνέχεια και να κατευθύνει τη βάρκα προς τα εκεί που τον «οδηγεί» η μάνα του παραγαδιού. Έτσι σιγά - σιγά θα κουλουριάσουν το παραγάδι στη λεκάνη και στη συνέχεια θα το νετάρουν στο σπίτι.
Αργότερα μπορούν να επιχειρήσουν να καλάρουν το παραγάδι με τη μηχανή στο ρελαντί και ακόμη πιο μετά να το μαζέψουν, επίσης με τη μηχανή.
 

Όταν θα καταφέρουν να ξεπεράσουν και αυτό το σημείο χωρίς σοβαρά προ-βλήματα, είναι η ώρα που μπορούν να αρχίσουν να ξανοίγονται, ψάχνοντας για καλύτερους βυθούς και μεγαλύτερα ψάρια.
 

Έκανα αυτή την . πρόωρη νύξη για το ρίξιμο και σήκωμα του παραγαδιού, για να συσχετίσω στο μυαλό του αναγνώστη αυτές τις διαδικασίες με το είδος του σκάφους που διαθέτει για να τις εκτελέσει. Στα παρακάτω κείμενα θα δοθούν και άλλες πολλές βοηθητικές λεπτομέρειες για τις διαδικασίες αυτές. Ως τότε ... υπομονή!
 

Θέμα 4ο: Η διαχείριση των εργαλείων ψαρέματος
 

Η γνώμη μου είναι ότι αν θέλει κανείς να ασχοληθεί με επιτυχία με το παραγάδι, πρέπει πρώτα να μάθει να το κατασκευάζει μόνος του και όχι να το αγοράζει έτοιμο. Οι λόγοι είναι πολλοί.
 

Ο πρώτος και σπουδαιότερος είναι το γεγονός ότι το παραγάδι μετά την κάθε χρήση του θέλει σημαντικότατες επισκευές, τις οποίες πραγματοποιούμε με το νετάρισμά του (τελείωμα σημαίνει αυτή η λέξη). Οι επισκευές αυτές μπορεί να σημαίνουν την απλή αντικατάσταση μερικών αγκιστριών, που χάθηκαν στα βάθη της θάλασσας, μέχρι και την ανακατασκευή ολόκληρων τμημάτων του παραγαδιού, που χάθηκαν ή καταστράφηκαν ολοσχερώς από τα κολλήματα σε βράχια και ανωμαλίες του βυθού. Γιατί δεν είναι λίγες οι φορές που μεγάλα τμήματα του παραγαδιού χάνονται για πάντα. Όσοι ασχολούνται με τις καταδύσεις το γνωρίζουν καλά αυτό, γιατί περιδιαβαίνοντας στις ξέρες, βλέπουν το τεράστιο πλήθος χαμένων παραγαδιών, που σαπίζουν κολλημένα εκεί. Επομένως κανείς για να μπορεί να χρησιμοποιεί το παραγάδι, πρέπει να γνωρίζει και να το επισκευάζει, πράγμα που σημαίνει στην ουσία και να το κατασκευάζει εξ ολοκλήρου.
 

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι σταδιακά κάθε παραγαδιάρης θα καταλήξει να έχει ακριβώς τα παραγάδια που του χρειάζονται, ανάλογα με τις προτιμήσεις του στο ψάρεμα, τους τόπους που ψαρεύει και μια σειρά άλλους παράγοντες, που συνήθως τους γνωρίζει μόνο ο ίδιος ο ερασιτέχνης. Επομένως κανένα κατάστημα δεν μπορεί να τον «καλύψει» ακριβώς, εκτός και εάν δέχεται παραγγελίες παραγαδιών. Βέβαια για τους ... τεμπέληδες, υπάρχει όχι μόνο αυτό, αλλά και καταστήματα και μεμονωμένοι ιδιώτες, που κάνουν επ' αμοιβή και την κατασκευή και το νετάρισμα, ακόμη και το δόλωμα των παραγαδιών.
 

Ο τρίτος λόγος είναι ο οικονομικός παράγοντας, που κατά τη γνώμη μου είναι και ο σπουδαιότερος, όχι μόνο γιατί κανείς μπορεί να μην είναι ... παραλής.
 

Κατά τη γνώμη μου σε όλες τις θαλασσινές μας δραστηριότητες, πρέπει να μας διακρίνει ένα πνεύμα οικονομίας, γιατί μόνο έτσι μπορούμε να απολαύσουμε το χόμπι αυτό.
 

Θα χρησιμοποιήσω ένα ακραίο παράδειγμα για να εξηγήσω αυτόν μου τον ισχυρισμό.
Αν ένας ορειβάτης διαθέτει αρκετό χρήμα, ώστε να βάλει αρκετούς προπομπούς που θα ... εξομαλύνουν την πορεία του, εξαλείφοντας τις δυσκολίες, τότε προφανώς «θα χάσει» όλη την απόλαυση της ορειβασίας, που δεν είναι άλλη από την ικανότητα να υπερβαίνει κανείς μονάχος του τις όποιες δυσκολίες.
 

Κάτι ανάλογο ισχύει και στις θαλασσινές δραστηριότητες. Τα απρόοπτα και οι πολλές φορές ανυπέρβλητες δυσκολίες, είναι αυτό που δίνει την ικανοποίηση της υπέρβασής τους, όταν το κατορθώνουμε, καθώς και το απαραίτητο συναίσθημα του σεβασμού προς το υγρό στοιχείο, όταν μας βάζει κάτω και μας ... χτυπάει σαν χταπόδια.
 

Αν ... φυγομαχήσουμε, προσπαθώντας να υπερνικήσουμε όλα αυτά χρησιμοποιώντας τη δύναμη που δίνει το χρήμα, είτε αγοράζοντας όλο και ισχυρότερα σκάφη, είτε ανακαλύπτοντας εργαλεία που μπροστά τους τα επαγγελματικά είναι απλές ... κουβαρίστρες, τότε η χαρά που δίνει η ... ταλαιπωρία της θάλασσας χάνεται.
 

Ο πρωθυπουργός της Αγγλίας, ο και «πατέρας του πολέμου» αποκαλούμενος, ο πασίγνωστος Ουίνστον Τσόρτσιλ, ήταν μανιώδης ψαράς, λένε οι βιογράφοι του. Αν όμως διαβάσει κανείς προσεκτικότερα τη βιογραφία του και μάθει πως ακριβώς ψάρευε αυτός ο μάστορας της πολιτικής, ίσως αλλάξει γνώμη.
 

Πήγαινε, λέει, με ένα πολύ μεγάλο και ισχυρό σκάφος, το οποίο βεβαίως διέθετε και πλήρωμα αρκετών ανδρών και ίσως και γυναικών. Άλλοι από αυτούς του μαγείρευαν το φαγητό του και του σέρβιραν τον καφέ του, άλλοι του έφτιαχναν τις πε-τονιές και ότι του χρειαζόταν για να ψαρέψει και άλλοι κυβερνούσαν, βεβαίως, το σκάφος.
 

Ο ίδιος, όπως ήταν και χοντρός, ξάπλωνε σε μια αναπαυτική πολυθρόνα και περίμενε να τον φωνάξουν, όταν το πλήρωμα που ψάρευε, έπιανε κανένα μεγάλο ψάρι. Τότε του έδιναν την πετονιά και αυτός απλά ... το σήκωνε.
 

Είναι νομίζω προφανές ότι ο άνθρωπος αυτός δεν ήθελε να ψαρεύει, αλλά να έχει διαρκώς την ψευδαίσθηση έστω, ότι ήταν συνεχώς... νικητής, γιατί αυτό που έκανε δεν ήταν ψάρεμα, αλλά κάτι άλλο, που είναι τελείως διαφορετικό πράγμα.
 

Ας επανέλθω όμως στο θέμα μας. Αν κανείς δεν έχει μάθει ακόμη να δένει κόμπους σε αγκίστρια και πετονιές, δεν είναι ακόμη ώριμος για να ασχοληθεί με το παραγάδι. Σε κανένα χόμπι δεν πρέπει κανείς να ξεκινάει από τα... δύσκολα. Η σωστή πορεία είναι πρώτα τα εύκολα και μετά τα δύσκολα. Βήμα προς βήμα. Και το παραγάδι, όπως είπαμε, αν δεν είναι το δυσκολότερο, είναι οπωσδήποτε από τα δυσκολότερα ψαρέματα.
 

Πάντως, προκειμένου για το παραγάδι, οι κόμποι που χρειάζεται να γνωρίζει κανείς δεν είναι πολλοί, αλλά μόνο τέσσερις.
Ο πρώτος είναι το δέσιμο των αγκιστριών στη μεσηνέζα.
Ο δεύτερος το δέσιμο των παράμαλλων στη μάνα του παραγαδιού.
Ο τρίτος το δέσιμο της μεσηνέζας, όταν αυτή κόβεται ή τελειώνει και πρέπει να συνεχιστεί, και
Ο τέταρτος είναι ο κόμπος που δένει τη μεσηνέζα με παραμάνες ή αγκίστρια που διαθέτουν κρίκο.
Ο καλύτερος τρόπος για να μάθει κανείς αυτούς τους κόμπους, είναι να συμβουλευτεί κάποιον γνώστη, γιατί η ανάγνωση βιβλίων που προσπαθούν να τους υποδείξουν σχεδιαστικά, είναι μάλλον ο δυσκολότερος. Αφού του υποδειχθούν βέβαια οι κόμποι, στη συνέχεια πρέπει να ακολουθήσει... σκληρή προπόνηση, ώστε να φτάσει να τους δένει με κλειστά τα μάτια, αν είναι δυνατόν. Αν δεν φτάσει προηγουμένως σε αυτό το στάδιο, είναι μάλλον πρόωρο να ασχοληθεί κανείς με το παραγάδι.
 

Εκτός από τη μάθηση των κόμπων, θα χρειαστούν και μια σειρά υλικά, τα οποία θα καταγράψω εδώ επιγραμματικά. Η υπόλοιπη διαχείρισή τους θα αναλυθεί στο παρακάτω κείμενο, όπου θα καταπιαστώ με τη διαδικασία κατασκευής και λεντίσματος (νεταρίσματος) του παραγαδιού.
 

Τα υλικά που θα χρειαστούν είναι:
- Οι ειδικές πλαστικές λεκάνες, που έχουν εδώ και χρόνια αντικαταστήσει τα παραδοσιακά καλαμένια πανέρια που βλέπουμε πια μόνο σε ... φωτογραφίες από ψαρέματα του μακρινού παρελθόντος.
- Το ειδικό πλαστικό κορδόνι που τοποθετείται στην κατάλληλη υποδοχή της λεκάνης και έχει αντικαταστήσει τον παραδοσιακό φελλό για το κάρφωμα των αγκιστριών.
- Μεσηνέζες διαφόρων διαμέτρων, άλλες κατάλληλες για μάνα παραγαδιού και άλλες για παράμαλλα.
- Αγκίστρια διαφόρων μεγεθών για ψιλά, μέτζα και χοντρά παραγάδια.
- Παραμάνες δύο ειδών, με τις οποίες θα καταργήσουμε τα διάφορα δεσίματα που κάνουμε κατά το ρίξιμο ή τα λυσίματα κατά το μάζεμα του παραγαδιού.
- Καλούμα ικανού μήκους για τα καλαδούρια (σημαδούρες) με τα οποία θα ξαναβρίσκουμε τα παραγάδια που ρίχνουμε.
- Αρκετά καλαδούρια, ανάλογα με τις απαιτήσεις και τις τακτικές, που θα καταλήξουμε να δουλεύουμε.
- Βαρίδια διαφόρων ειδών, άλλα για να πατώνουν τα καλαδούρια και άλλα για να «κρατιέται» στον πάτο η μάνα του παραγαδιού και να μην παρασύρεται από τα θαλάσσια ρεύματα.
- Γάντζος που θα μας χρησιμεύσει είτε για να πιάνουμε εύκολα τα καλαδούρια είτε για να καρφώνουμε τα μεγάλα ψάρια.
- Απόχη που θα κάνει περίπου την ίδια δουλειά με το γάντζο, όταν τα ψάρια είναι μικρότερα ή τυχαίνει στο παραγάδι να πιαστεί κανένα χταπόδι ή καλαμάρι.
- Μερικές χούφτες χαλικάκια, μεγέθους μικρής στρογγυλής καραμέλας ή με-γάλου ρεβιθιού, που θα τα μαζέψουμε στην παραλία που κάνουμε μπάνιο. (Έχω δει ότι κατάλληλα χαλίκια ... πωλούνται στα καταστήματα με είδη αλιείας. Αν καταντήσουμε να αγοράζουμε ακόμη και τα ... χαλίκια, τότε καλύτερα να αφήσουμε το χόμπι για άλλους εργατικότερους. Έλεος!).
- Ένα καλό ανοξείδωτο μαχαίρι, που θα το έχουμε συνεχώς δίπλα μας διαθέσιμο, σε κάθε παραγαδιάρικη δραστηριότητα.
- Ένα «μέρος» για να βάζουμε τα ψάρια, το οποίο μπορεί να είναι ψυγείο με παγοκύστες, καλαμένιο πανέρι ή καλαθάκι, μικρό ή μεγάλο τελάρο (ανάλογα τις προσδοκίες μας), μια πάνινη τσάντα που δεν πιάνει και πολύ χώρο όταν είναι άδεια (εγώ αυτό προτιμώ) κ.λ.π.
- Η βάρκα μας πρέπει επίσης να διαθέτει ικανοποιητικό σύστημα φωτισμού που θα μας χρησιμεύσει και στο ρίξιμο και στο σήκωμα του παραγαδιού τη νύχτα.
- Ένας ισχυρός προβολέας που είναι απαραίτητος για να βρίσκουμε τα καλαδούρια τη νύχτα. (Αρκετοί για να αποφύγουν το ψάξιμο χρησιμοποιούν «σπίθες», αλλά όλα αυτά θα τα δούμε παρακάτω αναλυτικά).
 

Θέμα 5ο: Τα δολώματατα
 

Σοβαρότατο ζήτημα για τον παραγαδιάρη αποτελεί το δόλωμα που χρησιμοποιεί σε κάθε είδος παραγαδιού που «δουλεύει» κατά περίσταση.
 

Τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για να αξιολογήσουμε τα διάφορα δολώματα είναι:
- Η ελκυστική τους ικανότητα, δηλαδή η προτίμηση που τους δείχνουν τα ... υποψήφια θύματα.
- Το κόστος τους.
- Η ευκολία στην ανεύρεσή τους.
- Η ευκολία στη χρήση τους.
- Η καταλληλότητά τους, για τη συγκεκριμένη περιοχή.
 

Παλαιότερα οι επιλογές δεν ήταν τόσες πολλές που είναι σήμερα, η κατάσταση όμως ήταν ευκολότερα αντιμετωπίσιμη, γιατί ούτε τα ψάρια ήταν τόσο ... ιδιότροπα όσο είναι σήμερα. Οι παλαιότεροι δόλωναν κυρίως ψαροδόλια, δηλαδή τεμάχια μικρών ψαριών και κεφαλόποδα, δηλαδή καλαμάρια, σουπιές και χταπόδια, κομμένα σε κομμάτια ανάλογα με το μέγεθος των αγκιστριών των παραγαδιών.
 

Σήμερα ο κατάλογος των χρησιμοποιούμενων δολωμάτων έχει μακρύνει αρκετά. Θα τα περιγράψουμε ένα - ένα, σημειώνοντας τα θετικά και τα αρνητικά τους.
 

Τα ψαροδόλια
 

Εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται, η χρήση τους όμως έχει περιοριστεί σε μέτζα και χοντρά παραγάδια και όχι σε ψιλά. Τα είδη των ψαριών που χρησιμοποιούνται είναι η σαρδέλα, ο γαύρος, η φρίσσα, ο κολιός, το σαβρίδι, το σαμπανιό (μικρό σαβρίδι), το γοπαρέλι (μικρή γόπα) κ.λ.π. Από όλα αυτά τα ψαροδόλια ... ψηφίζω ως καλύτερο το σαμπανιό, γιατί είναι το σκληρότερο και αντέχει για μεγάλο χρονικό διάστημα στο αγκίστρι. Το πρόβλημα είναι ότι τα τελευταία χρόνια το ψάρι αυτό δεν βρίσκεται πια εύκολα, όπως παλιά. Μερικά από τα ψάρια αυτά (σαρδέλες, φρίσσες και γαύρος) είναι καλύτερα να αλατιστούν πριν δολωθούν, ώστε να σκληρύνουν, για να αντέξουν περισσότερο στο αγκίστρι. Ανάλογα με το είδος του παραγαδιού που θα δολώσουμε, τα ψαροδόλια είτε είναι μικρά κομμάτια ή μπορεί και ολόκληρο το ψάρι.
 

Ανάλογα με το είδος τους τα ψαροδόλια δολώνονται στο αγκίστρι με διάφορους τρόπους. Όταν είναι τεμάχια ψαριού τα καρφώνουμε με τέτοιο τρόπο ώστε να «αγκαλιάσουμε» το κεντρικό κόκαλο για να «κρατηθεί» το δόλωμα στο αγκίστρι όσο το δυνατό περισσότερο χρόνο. Όταν είναι φιλέτο περνάμε το αγκίστρι μια - δυο φορές για τον ίδιο λόγο.
 

Τα κεφαλόποδα
 

Τα διάφορα κεφαλόποδα, (χταπόδια, μοσχιοί, σουπιές και καλαμάρια) χρησιμοποιούνται κι αυτά ακόμη ως δόλωμα των παραγαδιών, πολλές φορές όμως, όχι φρέσκα, αλλά κατεψυγμένα. Τα δολώματα αυτά έχουν το πλεονέκτημα ότι αντ-χουν στο αγκίστρι ικανοποιητικά, τα βρίσκουμε εύκολα και οικονομικά, οι περισσότεροι ερασιτέχνες όμως δεν τα προτιμούν, γιατί τα θεωρούν υποδεέστερα από τα «ακριβά» δολώματα που θα περιγράψουμε παρακάτω.
Ο τρόπος που δολώνονται τα κεφαλόποδα είναι ο ίδιος με αυτόν που δολώνονται τα ψαροδόλια.
 

Η γαρίδα
 

Η γαρίδα, φρέσκια ή κατεψυγμένη, την οποία χρησιμοποιούμε ως δόλωμα καθαρισμένη και αλατισμένη κατάλληλα, είναι πολύ δημοφιλές δόλωμα, γιατί είναι φθηνή, εύκολη στη χρήση και την εξεύρεσή της και διατηρείται για μεγάλο χρονικό διάστημα στο ψυγείο ή και εκτός αυτού, ώστε να την έχουμε ανά πάσα στιγμή στη διάθεσή μας. Στο παραγάδι δεν αντέχει όμως για πολύ στο αγκίστρι (θεωρείται μαλακό δόλωμα).
Τα κομμάτια της αλατισμένης γαρίδας δολώνονται καρφώνοντάς τα απλά στο αγκίστρι, όπως μας βολεύει καλύτερα, ανάλογα και με το σχήμα τους.
 

Το καραβιδάκι
 

Το καραβιδάκι ή μαμούνι (είδος μικρής καραβίδας που υπάρχει σε δύο είδη, το πράσινο και το κόκκινο) τα τελευταία χρόνια καλλιεργείται τεχνητά και γι' αυτό βρίσκεται εύκολα και φτηνά. Το θεωρώ εξαιρετικό δόλωμα (για τα ψιλά παραγάδια όταν είναι μεσαίου ή μικρού μεγέθους και για τα μέτζα παραγάδια, όταν είναι χοντρό), γιατί μπορεί να χρησιμοποιηθεί με ικανοποιητικά αποτελέσματα ακόμη και ως κατεψυγμένο ή ξεραμένο στον ήλιο, αφού προηγουμένως δολωθεί στο παραγάδι. Οι ιδιότητες αυτές το κάνουν να πλεονεκτεί σοβαρά, ένα-ντι πολλών άλλων δολωμάτων.
 

Το καραβιδάκι δολώνεται στο αγκίστρι καρφώνοντάς το από την ουρά και σουβλίζοντάς το μέχρι το αγκίστρι μας να συναντήσει το σκληρό μέρος του κεφαλιού του. Αυτό το τελευταίο κάρφωμα θα το κρατήσει πάνω στο αγκίστρι για κάποιο διάστημα, όχι πάντως μεγάλο, γιατί θεωρείται μαλακό δόλωμα και αυτό ίσως είναι το μόνο του μειονέκτημα.
 

Οι μικρές γαρίδες
 

Τις βρίσκουμε στις παραλίες, είναι δόλωμα εφάμιλλο της καραβίδας, αλλά είναι πλέον εξαιρετικά δυσεύρετο και για τούτο η χρήση του για το παραγάδι, όπου χρειάζονται μεγάλες ποσότητες, έχει τελείως εγκαταλειφθεί.
Οι μικρές γαρίδες, αν καταφέρουμε να τις αποκτήσουμε, δολώνονται ακριβώς όπως το καραβιδάκι.
 

Τα οστρακοειδή
 

Τα διάφορα όστρακα, όπως καρτσίνες, πεταλίδες, πορφύρες, μύδια κ.λ.π. είναι πολύ καλά δολώματα και το κυριότερο διατίθενται δωρεάν από τη «μαμά θάλασσα», αφού δεν πωλούνται πουθενά, αλλά τα βρίσκουμε μόνοι μας ψάχνοντας στις διάφορες παραλίες. Είναι όμως πολύ δύσχρηστα, γιατί χρειάζονται μεγάλη διαδικασία για το καθάρισμά τους από τα όστρακα που τα περιβάλλουν και αυτό κάνει την πλειοψηφία των ερασιτεχνών να τα αποφεύγει.
 

Οι καρτσίνες δολώνονται όπως το καραβιδάκι. Τα υπόλοιπα οστρακοειδή δολώνονται καρφώνοντας τη σάρκα τους με το αγκίστρι, όπως μας βολεύει.
 

Το αγγούρι της θάλασσας
 

Ένα πολύ καλό και επίσης δωρεάν δόλωμα, είναι το αγγούρι της θάλασσας ή σούρος ή ψολιάγκος ή ψόλος ή ολοθουρία, όπως είναι η επιστημονική του ονομασία. Το ζώο αυτό υπάρχει σε συγκεκριμένα σημεία της θάλασσας σε μεγάλες ποσότητες, προκειμένου όμως να δολωθεί στο αγκίστρι του παραγαδιού, χρειάζεται εκτός από τη συλλογή του και σοβαρή κατεργασία για το καθάρισμα και το παραγούλισμά του, μέχρι να γίνει κατάλληλο για δόλωμα, οπότε μπορεί να δια-τηρηθεί και για μεγάλο χρονικό διάστημα στην κατάψυξη.
 

Πρόκειται για σκληρό δόλωμα, που ψαρεύει πολλές ώρες ακόμη και ημέρα σε ψιλά παραγάδια, με πολύ καλές αποδόσεις. Η επεξεργασία του είναι αρκετά πολύπλοκο ζήτημα και γι' αυτό δεν θα την περιγράψω εδώ.
Αν κάποιος ενδιαφέρεται να την μάθει, μπορεί να απευθυνθεί σε γνώστες ή να καταθέσει σχετική ερώτηση σε κάποιο από τα πολλά φόρουμ που λειτουργούν στο διαδίκτυο με σχετικές συζητήσεις. Είμαι σίγουρος ότι θα πάρει πολύ περισσότερες απαντήσεις από αυτές που θα ... αναμένει.
 

Τα κομμάτια του σούρου δολώνονται όπως τα ψαροδόλια ή το τσουτσούνι που αναφέρω παρακάτω.
 

Τα ακριβά δολώματα
 

Το τσουτσούνι, οι μάνες, οι σωλήνες, ο ακροβάτης και το φαραώ είναι τα δολώματα που χρησιμοποιούν κατά κόρον οι ερασιτέχνες και καθόλου μα καθόλου οι επαγγελματίες ψαράδες. Ο λόγος είναι ότι τα δολώματα αυτά δεν βρίσκονται με την ίδια ευκολία σε όλα τα μέρη της Ελλάδας και είναι πολύ ακριβά, σε βαθμό που το κόστος τους να μην ... αποσβαίνεται εύκολα. Η γνώμη μου είναι ότι η χρήση αυτών των δολωμάτων πρέπει να περιοριστεί μόνο στην καθετή, τα πεταχτάρια και τα ψαρέματα από τη στεριά με καλάμι, που δεν καταναλώνουν ιδιαίτερα μεγάλες ποσότητες.
Για τα δολώματα αυτά μπορούμε να πληροφορηθούμε τον τρόπο δολώματος από τον ίδιο τον προμηθευτή τους.
 

Τα μικρόψαρα
 

Δόλωμα για τα χοντρά παραγάδια αποτελούν και όλα σχεδόν τα μικρόψαρα, όπως σπάροι, χάνοι, πέρκες, καλόγριες, χειλούδες κ.λ.π. αλλά μόνο όταν είναι ζωντανά, πράγμα που για τον ερασιτέχνη είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί, γιατί χρειάζονται ειδικά εργαλεία για τη σύλληψή τους (γρίπος ή κωλοβρέχτης που είναι μια μικρή τράτα και απαγορεύεται αυστηρά για τους πάντες και διαφόρων ει-δών κοφινέλα (είδος μικρών κιούρτων) τα οποία είναι πολύ δύσκολα στη χρήση τους).
Το ζωντανό δολώνεται στο αγκίστρι με διάφορους τρόπους. Το καρφώνουμε είτε από την ουρά, είτε από το μάγουλο, είτε στη ράχη, ανάλογα και με το είδος του ψαριού. Σε κάθε περίπτωση προσπαθούμε το τραύμα που θα του επιφέρουμε να είναι όσο το δυνατό μικρότερο ώστε να καταφέρει να ζήσει όσο το δυνατόν περισσότερο.
 

Οι προτιμήσεις των ψαριών
Για να ολοκληρώσουμε όσα πρέπει να γνωρίζει ο ερασιτέχνης σχετικά με τα δολώματα, πρέπει εδώ να σημειώσουμε και τα εξής:
Τα ψάρια συνηθίζουν να τρώνε αυτό που βρίσκεται σε αφθονία στην περιοχή που ζουν. Στο θέμα αυτό συμπεριφέρονται περίπου όπως οι άνθρωποι. Όσοι από εμάς έχουμε συνηθίσει να τρεφόμαστε με λάδι, δεν συνηθίζουμε εύκολα το βούτυρο και το αντίστροφο.
 

Επομένως, αν δεν έχουμε μόνιμη περιοχή ψαρέματος, θα πρέπει κάθε φορά που επισκεπτόμαστε ένα καινούργιο μέρος, να φροντίζουμε να μαθαίνουμε και για τα δολώματα που χρησιμοποιούντα εκεί.
Σχετική με αυτό είναι η παρακάτω προσωπική μου εμπειρία, που αποδεικνύει του λόγου το αληθές:
 

Είμαστε στα μέσα της 10ετίας του 1970 και έχω μεταφέρει τη βάρκα μου από την Πάχη των Μεγάρων, που ψάρευα μέχρι τότε, στα Στύρα Ευβοίας, όπου κάποιος φίλος, γιος επαγγελματία ψαρά μου υποσχέθηκε ψαριές με ... πετραχείλια. Ο πατέρας του, ένας εξαιρετικός άνθρωπος, ήταν αυτός που μου έμαθε τα περισσότερα από αυτά που γνωρίζω για το ψάρεμα του παραγαδιού. Από τις πρώτες φορές που πήγα εκεί για ψάρεμα, απόρησα με το δόλωμα που χρησιμοποιούσε ο παππούς σε όλα τα παραγάδια, ψιλά, μέτζα και χοντρά. Έπαιρνε από την τράτα σαμπανιό (μικρό σαβρίδι που δυστυχώς έχει εξαφανιστεί πια) και είτε το έκοβε σε μικρά κομ¬μάτια, για τα ψιλά παραγάδια, είτε σε μεγαλύτερα, για τα μέτζα, είτε το έβαζε ολόκληρο στα χοντρά.
Εγώ, ως έξυπνος Αθηναίος... παραλής, αμέσως του δήλωσα ότι αυτό το δόλωμα είναι . για τα μπάζα και ότι την επόμενη φορά που θα πήγαινα εκεί, θα του έφερνα κάτι καλύτερο. Αυτός δεν έκανε κανένα σχόλιο.
 

Την επόμενη φορά αγόρασα 4 κουτιά γαρίδα και αφού ασχολήθηκα να την κα-θαρίσω και να την στεγνώσω και να την αλατίσω μια ολόκληρη μέρα, τη συσκεύασα και με την πρώτη μου επίσκεψη στα Στύρα την έδειξα με . ύφος στο γέρο - ψαρά, λέγοντάς του: «Τώρα θα δεις πώς πιάνονται τα ψάρια!».
Αυτός πήρε μια γαρίδα, την περιεργάστηκε, πήρε το μαχαίρι και την έκοψε σε . μερίδες και σηκώνοντας το κεφάλι του,&a

Powered by Blog - Widget
Τα cookies είναι σημαντικά για την εύρυθμη λειτουργία του psarema-skafos.gr και για την βελτίωση της online εμπειρία σας.
Επιλέξτε «Αποδοχή» ή «Ρυθμίσεις» για να ορίσετε τις επιλογές σας.