Ευγενική προσφορά psarema.gr
Μιχάλης Μαντάς - Ερασιτέχνης Ψαράς
Η τέχνη του παραγαδιού – Μέρος 2ο.
Τα είδη των παραγαδιών - Πώς φτιάχνεται το παραγάδι Πώς το ρίχνουμε - Πώς το σηκώνουμε - Πώς το «νετάρουμε»
Τι πρέπει να προσέχουμε Αναλυτικές οδηγίες βήμα - βήμα για όλα
Παιανία 2014
Περιεχόμενα
Σαν πρόλογος 4
Επί του θέματος 6
Οι απαραίτητες γνώσεις 9
Θέμα 1ο: Οι ψαρότοποι 9
Τα είδη των ψαρότοπων 9
Τοβάθος 12
Η μορφολογία των βυθών 12
Τα εργαλεία ανίχνευσης και η χρήση τους 13
Οι βυθομετρικοί χάρτες 15
Τα βυθόμετρα (sonar) 17
Θέμα 2ο: Οι καιροί 19
Οι αέρηδες 19
Οι βροχές και οι καταιγίδες 27
Οι εποχές 28
Η διάρκεια ημέρας και νύχτας 31
Ο Ήλιος και το φεγγάρι 32
Θέμα 3ο: Το σκάφοςκαι οι χειρισμοί του 32
Θέμα 4ο: Η διαχείριση των εργαλείων ψαρέματος 35
Θέμα 6ο: Τα δολώματα 38
Ταψαροδόλια 39
Τακεφαλόποδα 39
Η γαρίδα 39
Τοκαραβιδάκι 40
Οι μικρές γαρίδες 40
Τα οστρακοειδή 40
Το αγγούρι της θάλασσας 40
Τα ακριβά δολώματα 41
Ταμικρόψαρα 41
Οι προτιμήσεις των ψαριών 41
Η συντήρηση των δολωμάτων 42
Το κυρίως θέμα: 44
Θέμα 1ο: Τα είδη των παραγαδιών 44
Ψιλά παραγάδια 44
Μέτζα παραγάδια 44
Χοντρά παραγάδια 44
Τα ξιφιοπαράγαδα 45
Τα παραγάδια της... στεριάς 47
Τα... ειδικά παραγάδια 47
Θέμα 2ο: Πώς φτιάχνεται το παραγάδι 48
Θέμα 3ο: Πώς δολώνουμε το παραγάδι 58
Θέμα 4ο: Πώς ρίχνουμε το παραγάδι (το καλάρισμα) 59
Θέμα 5ο: Πώς σηκώνουμε το παραγάδι (το λεβάρισμα) 67
Θέμα 6ο: Πώς νετάρουμετο παραγάδι (το λέντισμα) 68
Θέμα 7ο (και τελευταίο): Τι πρέπει να προσέχουμε 69
Σαν Επίλογος 73
Οι απαραίτητες γνώσεις
Θέμα 1ο: Οι ψαρότοποι
Θεμέλιος λίθος της επιτυχίας του παραγαδιού είναι η άριστη γνώση των ψα-ρότοπων της περιοχής που μας ενδιαφέρει.
Ακόμη και αυτοί που έχουν ελάχιστες ψαρευτικές εμπειρίες, έχουν κιόλας κα-ταλάβει ότι η θάλασσα «δεν είναι παντού ίδια». Για το παραγάδι, αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία. Ο λόγος είναι ότι το είδος του ψαρότοπου, καθορίζει και το είδος του παραγαδιού και του δολώματος που θα χρησιμοποιηθεί και το χρόνο του ψαρέματος (πρωί, μεσημέρι, νύχτα κ.λ.π.) καθώς και άλλες πολλές μικρότερες, αλλά όχι ασήμαντες λεπτομέρειες, όπως τον αριθμό τον αγκιστριών του παραγαδιού, το χρόνο που θα παραμείνει το παραγάδι στη θάλασσα και άλλα πολλά.
Τα σημαντικότερα θέματα που έχουμε να σκεφθούμε σε σχέση με τους ψαρό-τοπους είναι τα εξής:
- Το είδος τους.
- Το βάθος τους.
- Η μορφολογία τους.
- Οι τρόποι ανίχνευσης τους.
Τα είδη των ψαροτόπων
Το είδος των ψαρότοπων μας ενδιαφέρει, γιατί ανάλογα με αυτό είναι και τα είδη των ψαριών που συχνάζουν εκεί.
Π.χ. οι σαργοί, που είναι ένα από τα κυριότερα θηράματα του παραγαδιού, συχνάζουν σε ψαρότοπους που αποτελούνται από βράχια, πλάκες κ.λ.π., δηλαδή τις γνωστές μας «ξέρες».
Πολλές φορές τα παραγάδια με τα οποία ψαρεύουμε σαργούς, καλάρονται σε βάθη μικρότερα των 10 μέτρων, ακόμη και «κολλητά» στις στεριές.
Μαζί με τους σαργούς ψαρεύονται και μια σειρά άλλα γνωστά ψάρια, ανάλογα με τους ψαρότοπους, όπως τα μηλοκόπια, τα σκαθάρια, οι σπάροι, οι τσιπούρες, οι μουρμούρες κ.λ.π.
Για παράδειγμα οι μουρμούρες, συχνάζουν συνήθως σε αμμουδιές. Επομένως για να πιάσει κανείς σαργούς και μουρμούρες ταυτόχρονα, θα πρέπει το παραγάδι του να πέσει σε ψαρότοπο που να συνδυάζει βράχια και αμμουδιές, πράγμα όχι σπάνιο στις ελληνικές ακρογιαλιές.
Τα λυθρίνια, οι μπαλάδες, οι συναγρίδες, συναντώνται σε τόπους που λέγονται τραγάνες. Ο βυθός που αρέσει σε αυτά τα είδη, αποτελείται από μικρές πέτρες και διάφορα θαλάσσια είδη όπως τα κοράλλια κ.λ.π
Τα λαβράκια συχνάζουν περισσότερο σε περιοχές που υπάρχουν βουρκάρια, δηλαδή λάσπες κ.λ.π.
Αρκετά ψάρια δεν πιάνονται με τα παραγάδια.
Π.χ. τα μπαρμπούνια είναι είδος που μόνο με το δίχτυ μπορεί να ψαρευτεί αν και καμιά φορά, σπανιότατα πάντως, μπορεί να δει κανείς και κάποιο μπαρμπούνι στο αγκίστρι του παραγαδιού.
Επίσης ψάρια όπως οι σκορπίνες ή τα καπόνια, είναι σπανιότατα στο παραγάδι.
Άπιαστα για το παραγάδι είναι και τα περισσότερα ψάρια του αφρού, δηλαδή οι σαρδέλες, ο γαύρος, οι μαρίδες, οι μικρές γόπες, οι κολιοί, τα σκουμπριά κ.λ.π. τα οποία χρησιμοποιούνται κυρίως ως δόλωμα των παραγαδιών και όχι ως θήραμα.
Άγνωστα ακόμη για τα παραγάδια είναι και τα μεγάλα αφρόψαρα, όπως η παλαμίδα, το ρείκι, το μαγιάτικο, η λίτσα κ.λ.π. ενώ για μερικά από αυτά, όπως ο ξιφίας, ο τόνος, το μελανούρι, οι μεγάλες γόπες, υπάρχουν ειδικά παραγάδια, για τα οποία θα μιλήσουμε παρακάτω.
Βέβαια όλοι αυτοί οι κανόνες έχουν και συχνές εξαιρέσεις, γιατί στη θάλασσα μαθαίνει γρήγορα κανείς, ότι ο σιγουρότερος κανόνας, είναι μάλλον η ... έκπληξη!
Επομένως, στο ζήτημα των ψαρότοπων, δεν μπορεί κανείς να μάθει σε κανέναν τίποτα, μέσα από ένα ανάγνωσμα. Ο τρόπος που μαθαίνει κανείς τους ψαρότοπους της περιοχής που τον ενδιαφέρει, είναι η συνεχής παρατήρηση της θάλασσας, είτε ψαρεύοντας με την καθετή, που είναι ένας άριστος «ανιχνευτής», είτε ρωτώντας άλλους παλιότερους, που έχουν τη διάθεση να μοιραστούν τις γνώσεις τους, είτε βοηθούμενος από τα σύγχρονα μέσα ανίχνευσης (χάρτες, βυθόμετρα κ.λ.π.).
Με λίγα λόγια δηλαδή, η γνώση των ψαρότοπων είναι μια διαρκής εμπειρία, αφού κάθε παραγάδι και κάθε καθετή που δουλεύουμε, μπορεί να μας μάθει και κάτι καινούργιο.
Εγώ ψαρεύω στην περιοχή Πόρτο Χέλι Ερμιονίδας από το 1981 και μετά, και παρά το ότι την έχω κυριολεκτικά «χτενίσει» δεν είναι λίγες οι φορές που το καλάρισμα ενός παραγαδιού με ... πληροφορεί για κάτι εντελώς καινούργιο, που μέχρι τότε μου διέφευγε της προσοχής.
Σε γενικές γραμμές πάντως, μπορούμε να πούμε τα εξής:
- Οι σαργοί, τα σκαθάρια και τα μυλοκόπια, συναντώνται συνήθως σε μέρη που έχουν βράχια σε συνδυασμό με φύκια.
- Οι τσιπούρες συναντώνται σε μέρη όπου υπάρχουν πολλά όστρακα, γιατί είναι η κύρια τροφή τους.
- Οι μουρμούρες συχνάζουν αποκλειστικά σχεδόν σε αμμώδεις βυθούς και μάλιστα όταν σε αυτούς συναντώνται και μικρά βραχάκια.
- Οι σπάροι συχνάζουν σχεδόν παντού στις ελληνικές παραλίες, συχνότερα δε σε φυκιάδες συγκεκριμένου είδους.
- Τα διάφορα μικρόψαρα, (χάνοι, πέρκες, γύλοι κ.λ.π.) ψαρεύονται μόνο ημέρα, ενώ τη νύχτα κυριολεκτικά εξαφανίζονται.
- Στα ίδια περίπου μέρη που συναντώνται οι σαργοί και η ... παρέα τους, βρίσκονται και τα μεγάλα ψάρια, όπως σφυρίδες, στήρες, ροφοί, συναγρίδες, αλλά ο τρόπος που ψαρεύονται είναι διαφορετικός.
Μια τελευταία σημαντική επισήμανση, είναι ότι με τα παραγάδια δεν ψαρεύονται ορισμένα θαλάσσια είδη, όπως τα παντός είδους καλαμάρια, οι σουπιές και τα χταπόδια. Συμβαίνει όμως ταχτικά, μερικά από αυτά, να πιαστούν εντελώς συμπτωματικά, όταν προσπαθώντας να ... επωφεληθούν από κάποιο πιασμένο ψάρι ... τρώνε το κεφάλι τους.
Και επειδή ένα ανάγνωσμα που έχει ως κύριο θέμα του τη θάλασσα, δεν μπορεί να είναι ευχάριστο αν δεν εμπλουτιστεί και με τις ανάλογες ... ιστορίες που σχετίζονται με το θέμα που πραγματεύεται, ας διηγηθώ την πρώτη ιστορία που επιβεβαιώνει τον κανόνα που σημείωσα παραπάνω, ότι δηλαδή στη θάλασσα ο σιγουρότερος κανόνας είναι η ... έκπληξη.
Την ιστορία αυτή την άκουσα από επαγγελματία παραγαδιάρη ψαρά, πίνοντας ουζάκια στην παραλία της Αναβύσσου Αττικής.
O Παντελής, επαγγελματίας παραγαδιάρης, ξακουστός στην περιοχή του, είχε ρίξει ψιλό παραγάδι νύχτα και πηγαίνοντας το πρωί να το σηκώσει είδε από μακριά ότι το καλαδούρι κουνιόταν σαν τρελό, παρά το ότι η θάλασσα ήταν εντελώς μπουνάτσα. Προφανώς, όσο πλησίαζε, η απορία του (και ανυπομονησία μαζί) μεγάλωνε δικαιολογημένα, αφού για να φτάσει να ταρακουνιέται ένα καλαδούρι που απείχε από το πρώτο αγκίστρι του παραγαδιού που ακολουθούσε πάνω από 50 μέτρα απόσταση και στο μεταξύ μεσολαβούσε και ένα βαρίδι βάρους πάνω από 1 κιλό, ο λόγος του ... ταρακουνήματος θα πρέπει να ήταν αρκούντως... σεβαστός, σκεφτόταν, αν και το μυαλό του ποτέ δεν θα μπορούσε να φανταστεί, αυτό που διαπίστωσε λίγες στιγμές αργότερα.
Πράγματι, όταν σήκωσε το καλαδούρι με το γάντζο και άρχισε να παίρνει στη βάρκα την καλούμα του, τα μάτια του δεν πίστευαν αυτό που έβλεπε. Περίπου 10 μέτρα πιο κάτω, ένας μικρός ξιφίας 5,5 κιλών είχε μπερδέψει το πριονωτό ρύγχος του με το λεπτό σχοινί και στην προσπάθειά του να απελευθερωθεί είχε δημιουργήσει γύρω από τη μύτη του ένα ολόκληρο κουβάρι από σπάγκο. Το ψάρι χτυπιόταν ακόμη με δύναμη, πράγμα που σήμαινε ότι το ... ατύχημα τού είχε συμβεί λίγο πριν φτάσει ο ... τυχερός παραγαδιάρης. Προφανώς ο νεαρός ξιφίας πλησίασε τον σπάγκο του καλαδουριού, είτε για να παίξει, είτε από περιέργεια, είτε ποιος ξέρει για ποιον άλλο παράξενο λόγο κι έφαγε το κεφάλι του.
Απίστευτο και όμως αληθινό εγγυημένα, γιατί ο άνθρωπος που μου το διηγήθηκε είναι από τους λίγους ειλικρινείς και του οφείλω αρκετά από αυτά που γνωρίζω.
Το βάθος
Τα βάθη στα οποία «δουλεύονται» τα παραγάδια για τους σαργούς, τα σκαθάρια, τις τσιπούρες, τις μουρμούρες και τα μεγάλα ψάρια, όπως οι σφυρίδες, οι στήρες, οι συναγρίδες, τα λαβράκια κ.λ.π. δεν ξεπερνούν τα 100 το πολύ μέτρα.
Τα λυθρίνια και οι μπαλάδες συναντώνται συχνά και σε πιο βαθιά νερά, πάνω από 30-40 μέχρι και τα 200-300 μέτρα.
Ειδικά οι μπαλάδες, είναι ψάρια των πολύ βαθιών νερών και για το λόγο αυτό δεν ψαρεύονται συνήθως με παραγάδια αλλά με ειδικές βαθιές καθετές, (μπαλα-δοκαθετές), οι οποίες δουλεύονται με ειδικά ηλεκτρικά «μηχανάκια» (ανέμες), που ανεβοκατεβάζουν «ξεκούραστα» και «γρήγορα» τις πετονιές.
Σε πολύ βαθιά νερά (πάνω από 100 μέτρα, όχι όμως απαραίτητα) ψαρεύονται τα φαγκριά, (κυρίως τα μεγάλα), και οι μπακαλιάροι. Λόγω του μεγάλου βάθους στο οποίο φτάνουν τα παραγάδια για τα είδη αυτά, είναι απαραίτητα και εργαλεία, όπως ειδικά βίντσια (συνήθως υδραυλικά) για το σήκωμά τους, λόγω του μεγάλου βάρους τους.
Μαζί με τους μπακαλιάρους, τα φαγκριά και τους μπαλάδες, που ψαρεύονται σε πολύ βαθιά νερά, πιάνονται πολλές φορές και διάφορα άλλα σπανιότερα είδη, σε μικρότερες βέβαια ποσότητες, όπως οι σαλούβαρδοι, τα προσφυγάκια, κανένας γαλέος (είδος καρχαρία) κ.λ.π., τα οποία και αυτά είναι είδη των πολύ βαθιών νερών.
Η μορφολογία των βυθών
Η μορφολογία των βυθών είναι επίσης κεφαλαιώδους σημασίας για τον παραγαδιάρη, γιατί εκτός από το είδος των ψαριών, καθορίζει τις περισσότερες φορές, και το βαθμό δυσκολίας του ψαρέματος.
Πιο συγκεκριμένα, η μορφολογία των βυθών επηρεάζει καθοριστικά κυρίως τη διαδικασία του σηκώματος των παραγαδιών, γιατί ανάλογα με την ποσότητα και το είδος των βράχων ή των άλλων ανωμαλιών, που εμφανίζει ο βυθός, θα είναι και τα διάφορα «κολλήματα» που θα χρειαστεί να «αντιμετωπιστούν».
Βέβαια, βυθός χωρίς ανωμαλίες (και επομένως και χωρίς δυσκολίες), είναι συνήθως και πολύ «φτωχός» σε ψάρια και αυτός είναι ο λόγος που δυστυχώς δεν μπορούμε να αποφύγουμε εντελώς τις δυσκολίες του σηκώματος (λεβάρισμα) των παραγαδιών.
Σε τελευταία ανάλυση οι δυσκολίες αυτές, δηλαδή τα κολλήματα σε βράχια ή τα μπερδέματα σε διάφορες «σαβούρες» που βρίσκονται στους βυθούς, δυστυχώς δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να αποφευχθούν εντελώς, μπορούν όμως σε μεγάλο βαθμό να περιοριστούν, με τη χρήση διαφόρων «τεχνασμάτων» και εργαλείων, που μας βοηθούν στη «δουλειά» του παραγαδιού.
Τέτοιες τεχνικές είναι τα διάφορα μολύβια και φελλά που χρησιμοποιούνται, ώστε το παραγάδι να μην «πατώνει» εντελώς, κι έτσι να «προστατεύεται» κατά το δυνατόν από τα μπερδέματα, τα ενδιάμεσα καλαδούρια (πόδια), που δίνουν τη δυνατότητα να σηκώσουμε το κολλημένο παραγάδι από κάποιο άλλο σημείο, για να μην το χάσουμε ολοκληρωτικά, οι διάφορες «κουλούρες», (σιδερένιες ή και τσιμεντένιες) που βοηθάνε σημαντικά στο «ξεκόλλημα» των παραγαδιών κ.λ.π.
Όλα αυτά όμως είναι βεβαίως άκρως βοηθητικά, (θα τα δούμε αναλυτικά πα-ρακάτω), σε καμία όμως περίπτωση δεν εκμηδενίζουν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει αυτός που θα αποφασίσει να ασχοληθεί με το παραγάδι, το οποίο για το λόγο αυτό, παραμένει μια από τις δυσκολότερες τεχνικές ψαρέματος.
Η εξαιρετικά δύσκολη (πολλές φορές βαριά και σκληρή) και κουραστική δουλειά, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας του παραγαδιού, οι συχνές αποτυχίες, τα διάφορα απρόοπτα και άλλα πολλά, είναι οι λόγοι που απογοητεύουν τους συντριπτικά περισσότερους ερασιτέχνες, οι οποίοι συχνά καταλήγουν να παρατάνε ξεχασμένα σε κάποια γωνία της αποθήκης τους τα καλοπληρωμένα παραγάδια τους και να συνεχίζουν το χόμπι τους με ελαφρότερα εργαλεία, όπως οι καθετές, το τσαπαρί, οι συρτές κ.λ.π.
Η γνώμη μου είναι, ότι ο καλός (δηλαδή ο παθιασμένος) ερασιτέχνης, θα καταλήξει οπωσδήποτε κάποια στιγμή να ψαρεύει με παραγάδια, όχι βέβαια αποκλειστικά, αλλά σε μεγάλο μέρος των θαλάσσιων δραστηριοτήτων του.
Η ιδανική κατάσταση είναι να γνωρίζει κανείς καλά, με την έννοια ότι τα έχει ήδη δουλέψει αρκετά, πολλά είδη ψαρέματος, κατέχοντας ταυτόχρονα φυσικά και τα ανάλογα απαραίτητα εργαλεία, και να εφαρμόζει το καταλληλότερο κατά περίπτωση, γιατί όλα τα είδη και τεχνικές μπορούν κάποια στιγμή να γίνουν απο-δοτικά και να μας δώσουν χαρά και ικανοποίηση, ανάλογα με τον τόπο, το χρόνο, τους καιρούς και τις ιδιαιτερότητες που μπορεί να συναντήσουμε στις εξορμήσεις μας.
Τα εργαλεία ανίχνευσης και η χρήση τους
Τις παλαιότερες εποχές, περίπου 30 χρόνια πριν, ο μόνος τρόπος που υπήρχε προκειμένου να ανιχνεύσει κανείς τα χαρακτηριστικά του τόπου ο οποίος τον εν-διέφερε ... ψαρευτικά, δηλαδή το είδος του βυθού, τα βάθη κ.λ.π., ήταν η προσεκτική οπτική παρατήρηση, που μπορούσε να γίνει μόνο σε βυθούς μέχρι 10 το πολύ μέτρα, η βυθομέτρηση που γινόταν με το «σκαντάγιο», και η καθετή, με την οποία ψαρεύοντας μικρόψαρα ο έμπειρος ψαράς, μπορούσε να αντλήσει ακριβή συμπεράσματα για το είδος του βυθού.
Το σκαντάγιο ήταν ένα απλοϊκό εργαλείο, που αποτελείτο από ένα βαρίδι και αρκετή καλούμα που μερικές φορές ήταν και σημαδεμένη με κόμπους, όπως περίπου η κορδέλα της μετροταινίας. Ο ψαράς το έριχνε στη θάλασσα και όταν αυτό «έπιανε πάτο» άρχιζε να το σηκώνει μετρώντας τις οργιές που είχε αμολήσει ή τα μέτρα που ήταν σημαδεμένα πάνω στην καλούμα με τους κόμπους. Έτσι μάθαινε το βάθος του συγκεκριμένου σημείου. Με διαρκείς τέτοιες επίπονες βυθομετρήσεις, κατάφερνε να χαρτογραφεί τους βυθούς και να διευκολύνεται στη δουλειά του.
Το όλο σύστημα ολοκληρωνόταν «σημαδεύοντας» τα σημεία ενδιαφέροντος με διάφορες τεχνικές που συμπεριλάμβαναν απαραιτήτως σημάδια από τη στεριά, φάρους, δέντρα, φώτα κ.λ.π. Ήταν μια πάρα πολύ δύσκολη δουλειά, την οποία οι σημερινοί ερασιτέχνες έχουν την ... ευτυχία να αποφύγουν εντελώς, χρησιμοποιώντας τα σύγχρονα μέσα ανίχνευσης, δηλαδή τους ναυτικούς βυθομετρικούς χάρτες, σε συνδυασμό με τα ηλεκτρονικά βυθόμετρα, των οποίων η χρήση έχει πλέον γενικευτεί.
Είναι ενδεικτικό το πόσο έχει... αλλοτριωθεί η κουλτούρα των παραδοσιακών ψαράδων από τότε που εμφανίστηκαν αυτά τα ... διαβολικά μηχανήματα, αφού άνθρωποι που ήξεραν τη θάλασσα σαν την παλάμη τους, σήμερα δεν μπορούν ούτε να βγουν από το αραξοβόλι τους, αν δεν βάλουν πρώτα μπροστά το βυθόμετρο. (Ένα πολύ πετυχημένο και ταυτόχρονα ενδεικτικό υποκοριστικό του βυθομέτρου είναι «ρουφιάνος»).
Για να καταλάβει κανείς το μέγεθος της ευκολίας που έφερε η εξέλιξη της τεχνολογίας στον τομέα αυτό, θα πω ένα μόνο παράδειγμα από τη δική μου εμπειρία.
Στην περιοχή μου υπάρχει ένας «ψαρότοπος» τον οποίο ψαρεύω συστηματικά. Πρόκειται για μια μικρή σχετικά ξέρα μήκους περίπου 500 και πλάτους 50 μέτρων σε μέσο όρο, που βρίσκεται σε βάθος 38-40 μέτρων και σε απόσταση περίπου 1.000 μέτρων από την κοντινότερη στεριά. Εκεί καλάρω ένα ψιλό παραγάδι των 100-150 αγκιστριών και συνήθως πιάνω 5-10 καλά ψάρια, σαργούς, μηλοκόπια και σκαθάρια, ενώ μια φορά έπιασα και ένα μαγιάτικο 2,5 κιλών, που είναι το μοναδικό μαγιάτικο που έχω πιάσει σε παραγάδι στη ζωή μου, (είπαμε η έκπληξη στη θάλασσα είναι κανόνας!).
Πριν εφευρεθούν και εκλαϊκευτούν (ώστε να μπορεί να τα αγοράσει ο καθένας) τα βυθόμετρα, ο τρόπος για να βρίσκω αυτή την ξέρα ήταν τα «σημάδια» που έβαζα στις πλησιέστερες στεριές, χρησιμοποιώντας κυρίως τα φώτα μεγάλων ξενοδοχείων που βρίσκονται εκεί.
Περιττό να περιγράψω την... πλάκα που έπαθα όταν κάποια εποχή τα ξενοδοχεία αυτά αντιμετώπισαν κρίση και έκλεισαν. Προφανώς μαζί με τα φώτα τους που έσβησαν, χάθηκαν και τα σημάδια και μαζί με αυτά και οι σαργοί, τα μηλοκόπια και τα σκαθάρια. Τα φώτα αυτά ήταν τότε ο μοναδικός τρόπος να βρίσκεις αυτό το μέρος τη νύχτα, γιατί η απόστασή του από τη στεριά δεν άφηνε να διακρίνεται τίποτα άλλο, όπως δέντρα, κορυφές βουνών, σπίτια κ.λ.π. Χρειάστηκε να περάσει αρκετός καιρός, ώσπου περίπου το 1995 η ξέρα ξαναβρέθηκε στην ψαρευτική μου εμβέλεια, με την αγορά του πρώτου μικρού βυθομέτρου που απόκτησα.
Παρακάτω θα προσπαθήσω να αναλύσω συνοπτικά τον τρόπο που λειτουργούν αυτά τα συστήματα, αν και η πράξη είναι το καλύτερο για να τα εμπεδώσει κανείς.
Οι βυθομετρικοί χάρτες
Οι βυθομετρικοί χάρτες δεν έχουν δυστυχώς καμία σχέση με τους γεωγραφι¬κούς χάρτες που γνωρίζουμε όλοι μας από το σχολείο. Είναι τελείως διαφορετι¬κοί και γι' αυτό θα χρειαστεί να μελετηθούν αρκετά από αυτόν που τους βλέπει για πρώτη φορά μέχρι να μπει στο νόημα, εκτός αν διαθέτει τεχνικές γνώσεις το¬πογράφου ή πολιτικού μηχανικού ή κάποιου άλλου παρόμοιου επαγγελματία. Φυσικά όλοι οι ναυτικοί μπορούν και τους διαβάζουν με ευχέρεια.
Η κύρια χρήση τους είναι στην ναυσιπλοΐα, όπου χρησιμοποιούνται για να καθορίζουν την πορεία των πλωτών μέσων και να περιγράφουν - προειδοποιούν για τα διάφορα επικίνδυνα θαλάσσια εμπόδια (υφάλους κ.λ.π.).
Ο λόγος που οι χάρτες αυτοί χρησιμοποιούνται και από τους ψαράδες, επαγ-γελματίες και ερασιτέχνες, είναι γιατί σε αυτούς διακρίνονται με ευχέρεια και τα σημεία στα οποία οι βυθοί παρουσιάζουν ανωμαλίες (ξέρες, βράχους κ.λ.π.) που όπως και παραπάνω είπαμε είναι τα σημεία συγκέντρωσης των ψαριών. Οι έμπειροι ψαράδες, βλέποντας έναν τέτοιο χάρτη μπορούν να βγάλουν σημαντικά συμπεράσματα και για την περιεκτικότητα του τόπου, σε ότι αφορά τα είδη των υποψήφιων αλιευμάτων που συχνάζουν εκεί και για άλλες λεπτομέρειες.
Βλέποντας ο ψαράς τη θέση του ψαρότοπου στον βυθομετρικό χάρτη σε σχέση με τη στεριά και το σημείο από το οποίο ξεκινάει τη διαδρομή του, κατευθύνεται προς αυτή και όταν θεωρεί ότι βρίσκεται εκεί, μπορεί να χαρτογραφήσει την περιοχή με περισσότερη λεπτομέρεια χρησιμοποιώντας το βυθόμετρο που έχει τη δυνατότητα να περιγράψει το βυθό με ακριβέστερες λεπτομέρειες.
Αν ο τόπος δεν είναι κοντά στη στεριά αλλά ανοιχτά στο πέλαγος, όπου σήμερα έχουν τη δυνατότητα πολλοί να φτάσουν, με την εξέλιξη που έχουν πάρει οι μηχανές και τα σκάφη ερασιτεχνικής αλιείας, τότε θα χρειαστεί ενδεχομένως να κάνουν και μερικά μαθήματα ναυσιπλοΐας, ώστε να μάθουν να χαράσσουν πορείες, χρησιμοποιώντας και τα G.P.S. που πλέον είναι ενσωματωμένα στα περισσότερα βυθόμετρα.
Αυτά είναι όσα μπορώ εδώ να σημειώσω ώστε να δώσω μια ιδέα για το πώς σήμερα λειτουργούν αυτά τα βοηθητικά εργαλεία.
Είναι λοιπόν φανερό ότι ο ερασιτέχνης ψαράς σήμερα, εφόσον δεν αρκεστεί στο παράκτιο ψάρεμα και θέλει να ξανοιχτεί στα βαθιά, μαζί με τα έξοδα για την αγορά της βάρκας του, το τρέιλερ για τη μεταφορά της και όλα τα υπόλοιπα, πρέπει να συνυπολογίσει και τα έξοδα για την αγορά τουλάχιστον του χάρτη της περιοχής που τον ενδιαφέρει και ενός στοιχειωδών δυνατοτήτων βυθόμετρο με ενσωματωμένο G.P.S. Ευτυχώς οι μεν χάρτες κοστίζουν ελάχιστα πλέον αν τους α γοράσει κανείς σαν έντυπα, αν δε θέλει να ψαρεύει σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο, μπορεί να τους έχει «φορτωμένους» στη μνήμη του βυθομέτρου του σε ψηφιακή μορφή, με μικρή σχετικά επιπλέον δαπάνη.
Αν βέβαια ψαρεύει, όπως εγώ, μόνιμα στην ίδια περιοχή, τότε θα του χρειαστεί ένας και μόνο χάρτης, που θα αφορά τη συγκεκριμένη περιοχή, τον οποίο θα χρησιμοποιήσει για λίγο, στα πρώτα του αναγνωριστικά ψαρέματα και μετά θα τον αφήσει για πάντα στο σπίτι. Μιλάμε για δαπάνη της τάξεως των 10-20 ευρώ το πολύ.
Στην εικόνα 1 παραθέτω ένα τμήμα του βυθομετρικού χάρτη της περιοχής που δραστηριοποιούμαι ψαρευτικά εγώ, όπου σημειώνω τα σημεία ψαρευτικού ενδιαφέροντος με τις κατάλληλες επεξηγήσεις, ώστε να βοηθηθεί ο πρωτόπειρος.
Τα βυθομετρά (sonar)
Αποφεύγοντας τις πολλές τεχνικές λεπτομέρειες, θα δώσω μια γενική και όσο μπορώ πιο περιεκτική περιγραφή των απαραίτητων αυτών εργαλείων. Τα σύγχρονα βυθόμετρα αποτελούνται από δύο κύρια μέρη:
- Την κεφαλή του βυθομέτρου, που είναι κάτι σαν μικρή τηλεόραση.
- Το «μάτι», που είναι ένα εξάρτημα που τοποθετείται σε κάποια θέση της βάρκας (συνήθως στη γάστρα ή την παπαδιά) ώστε να βρίσκεται συνεχώς μέσα στο νερό, γιατί αυτό είναι το καλύτερο.
Ο τρόπος λειτουργίας τους είναι ο εξής:
Αυτό το δεύτερο εξάρτημα (το μάτι) εκπέμπει έναν υπέρηχο ο οποίος κατευ¬θύνεται προς το βυθό, «χτυπάει» σε αυτόν και επιστρέφει «κομίζοντας» τις πληροφορίες που μας ενδιαφέρουν. Αυτές είναι πρωτίστως το βάθος, το οποίο το μηχάνημα το βρίσκει υπολογίζοντας αμέσως τον χρόνο που κάνει ο υπέρηχος να πάει στο βυθό και να επιστρέψει, αλλά και άλλες πολύ χρήσιμες πληροφορίες, όπως το είδος του βυθού (βράχος, λάσπη, τραγάνα κ.λ.π.). Αν στην πορεία του ... συναντήσει κανένα ψάρι, τότε μπορεί να μας μεταφέρει και πληροφορίες που έχουν σχέση με το μέγεθός του, το βάθος που βρίσκεται, την ποσότητα των ψαριών ενός κοπαδιού και άλλα πολλά, ανάλογα με τις δυνατότητες που έχει, γιατί δεν είναι όλα τα βυθόμετρα ίδια, αλλά, όπως είναι φυσικό, υπάρχουν φτηνά, λίγο ακριβότερα και πολύ ακριβά, όπως σε όλα τα πράγματα.
Μια ακόμη χρήσιμη πληροφορία που δίνουν σχεδόν όλα τα βυθόμετρα, αφορά την θερμοκρασία του νερού και στην επιφάνεια αλλά και σε διάφορα σημεία (θερμοκλίνες) του χώρου που «βλέπουν».
Ένα πάντως είναι σίγουρο. Μέχρι στιγμής έχουν εφευρεθεί βυθόμετρα που μπορούν να σου ... ανακαλύψουν ακόμη και μικρά ... σαλιγκαράκια στο βυθό, αν τυχαίνει αυτό να σε ενδιαφέρει. Κανένα όμως ακόμη δεν έχει τη δυνατότητα να τα... πιάσει και να τα βάλει στο πιάτο σου. Αυτό ακόμη και σήμερα παραμένει ... υποχρέωση του ψαρά, είτε αυτός είναι ερασιτέχνης,
Εκτός από αυτές τις πληροφορίες τα σύγχρονα βυθόμετρα, από τότε που οι κατασκευαστές τα εξόπλισαν και με όλες τις ιδιότητες του σύγχρονου G.P.S., έ¬χουν ακόμη περισσότερες δυνατότητες. Περιγράφω τις κυριότερες επιγραμματικά:
- Έχουν δυνατότητα να δίνουν την ταχύτητα της βάρκας ανά πάσα στιγμή.
- Μπορούν να αποθηκεύουν στίγματα, ώστε να μπορούμε εύκολα να ξαναβρίσκουμε όποιο σημείο της θάλασσας μας κάνει ... κέφι, οποτεδήποτε.
- Μπορούν να αποθηκεύουν ολόκληρες πορείες και να μας τις ξαναφέρνουν στην οθόνη τους, όποτε θελήσουμε να τις «ξαναπερπατήσουμε», π.χ. ρίχνοντας ξανά το παραγάδι στο ίδιο ακριβώς μέρος, που την προηγούμενη θριαμβεύσαμε ψαρευτικά.
- Μπορούν να μας ειδοποιούν (σφυρίζοντας) για το πότε φθάσαμε σε αυτό που έχουμε ορίσει ως προορισμό μας.
- Με παρόμοια σφυρίγματα και εικόνες στην οθόνη τους μπορούν να ... ανακαλύπτουν για χάρη μας και όποιο ψάρι, μικρό ή μεγάλο ... τολμήσει να βρεθεί κάτω από τη βάρκα μας.
- Μπορούν να μας ειδοποιούν όταν πρόκειται να ... πέσουμε σε ύφαλο.
Με άλλα λόγια μπορούν να μας κάνουν σχεδόν άριστους ναυτικούς, χωρίς να πατήσουμε ποτέ το πόδι μας σε καμιά σχετική σχολή.
Αυτό που ειλικρινά έχω απορία από τότε που έμαθα τις δυνατότητες που έχουν τα σύγχρονα αυτά μέσα ναυσιπλοΐας, έστω αυτά που χρησιμοποιούμε εμείς οι ερασιτέχνες, είναι πώς διάολο συμβαίνει τεράστια καράβια να πέφτουν σε υφάλους και να βυθίζονται, παρασέρνοντας στο βυθό και τόσες ανθρώπινες ζωές, όπως π.χ. το καράβι ΣΑΜΙΝΑ που βούλιαξε, εντελώς χαζά(!) στην Πάρο ή το COSTA CONCORDIA που βούλιαξε, ακόμη πιο χαζά(!) στην Ιταλία! Τέλος πάντων.
Όλα όσα περιέγραψα ότι πετυχαίνουν τα βυθόμετρα, γίνονται απλά, αρκεί να διαθέσει κανείς τα χρήματα που απαιτούνται για την αγορά τους. Τα βιβλία οδηγιών που τα συνοδεύουν, κατατοπίζουν αναλυτικότατα τον αγοραστή για την τοποθέτηση, τους χειρισμούς, τη συντήρηση, την κατά διαστήματα ενημέρωση του λογισμικού τους και για όλα, μα εντελώς όλα, όσα χρειάζονται.
Αν παρ' όλα αυτά κανείς συναντήσει δυσκολίες, όλο και κάποιος φίλος ή γνωστός θα βρεθεί να τον βοηθήσει αφιλοκερδώς, άσε που το διαδίκτυο έχει γίνει πια από τα χρησιμότερα ψαρευτικά εργαλεία!
Η δαπάνη για την απόκτηση αυτού του απαραίτητου θαλασσινού βοηθού, κατά τη γνώμη μου, δεν πρέπει να υπερβεί τα 1.000 το πολύ ευρώ, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είμαστε ερασιτέχνες και όχι επαγγελματίες. (Το δικό μου το έχω αγοράσει 580 ευρώ). Αν όλα τα κάνουν τα μηχανήματα, τότε δεν θα μείνει τίποτα για μας, οπότε αναγκαστικά θα ... κάτσουμε σπίτι μας.
Συνεχίζεται …