MENU
MENU
  • foto2_.jpgfoto2_.jpg

Μιχάλης Μαντάς. Γ.Η τέχνη του παραγαδιού - μέρος 3ο.

Ευγενική προσφορά psarema.gr

Μιχάλης Μαντάς
Ερασιτέχνης Ψαράς


Η τέχνη του παραγαδιού


Τα είδη των παραγαδιών - Πώς φτιάχνεται το παραγάδι Πώς το ρίχνουμε - Πώς το σηκώνουμε - Πώς το «νετάρουμε»

Τι πρέπει να προσέχουμε Αναλυτικές οδηγίες βήμα - βήμα για όλα

Παιανία 2014

Σημείωση του υπογράφοντος:
Όσες ψαρευτικές... και όχι μόνο ιστορίες συμπεριλαμβάνονται στο δημοσιευόμενο κείμενο, είναι πέρα για πέρα αληθινές. Πρόκειται είτε για σταχυολογημένες προσωπικές εμπειρίες, είτε για έγκυρες διηγήσεις φίλων, τις οποίες επέλεξα να παραθέσω για να κάνω πιο ευχάριστο το ανάγνωσμα. Για λόγους ευνόητους, δεν θέλησα να συμπεριλάβω και τα πραγματικά ονόματα των προσώπων που παίρνουν μέρος. Οι τόποι όμως όπου εξελίσσονται τα όσα περιγράφω είναι οι πραγματικοί. Για το κείμενο αυτό δηλαδή, δεν ισχύει η ρήση του θείου μου Γιάννη Θεοδωράκη, που κατοικεί στη Θεσσαλονίκη, ότι «τα μεγαλύτερα ψέματα λέγονται κατά τη διάρκεια του πολέμου, πριν το γάμο και μετά ... το ψάρεμα!».

Περιεχόμενα

Σαν πρόλογος 4
Επί του θέματος 6
Οι απαραίτητες γνώσεις 9
Θέμα 1ο: Οι ψαρότοποι 9
Τα είδη των ψαρότοπων 9
Το βάθος 12
Η μορφολογία των βυθών 12
Τα εργαλεία ανίχνευσης και η χρήση τους 13
Οι βυθομετρικοί χάρτες 15
Τα βυθόμετρα (sonar) 17
Θέμα 2ο: Οι καιροί 19
Οι αέρηδες 19
Οι βροχές και οι καταιγίδες 27
Οι εποχές 28
Η διάρκεια ημέρας και νύχτας 31
Ο Ήλιος και το φεγγάρι 32
Θέμα 3ο: Το σκάφος και οι χειρισμοί του 32
Θέμα 4ο: Η διαχείριση των εργαλείων ψαρέματος 35
Θέμα 6ο: Τα δολώματα 38
Τα ψαροδόλια 39
Τα κεφαλόποδα 39
Η γαρίδα 39
Το καραβιδάκι 40
Οι μικρές γαρίδες 40
Τα οστρακοειδή 40
Το αγγούρι της θάλασσας 40
Τα ακριβά δολώματα 41
Τα μικρόψαρα 41
Οι προτιμήσεις των ψαριών 41
Η συντήρηση των δολωμάτων 42
Το κυρίως θέμα: 44
Θέμα 1ο: Τα είδη των παραγαδιών 44
Ψιλά παραγάδια 44
Μέτζα παραγάδια 44
Χοντρά παραγάδια 44
Τα ξιφιοπαράγαδα 45
Τα παραγάδια της... στεριάς 47
Τα... ειδικά παραγάδια 47
Θέμα 2ο: Πώς φτιάχνεται το παραγάδι 48
Θέμα 3ο: Πώς δολώνουμε το παραγάδι 58
Θέμα 4ο: Πώς ρίχνουμε το παραγάδι (το καλάρισμα) 59
Θέμα 5ο: Πώς σηκώνουμε το παραγάδι (το λεβάρισμα) 67
Θέμα 6ο: Πώς νετάρουμετο παραγάδι (το λέντισμα) 68
Θέμα 7ο (και τελευταίο): Τι πρέπει να προσέχουμε 69
Σαν Επίλογος 73


 

 

Θέμα 2ο: Οι καιροί

Με τη λέξη «καιροί» εννοώ τους αέρηδες που εμφανίζονται στην περιοχή που μας ενδιαφέρει, τις εποχές, χειμώνας - άνοιξη - καλοκαίρι - φθινόπωρο και τα διάφορα φυσικά φαινόμενα, δηλαδή το κρύο, τη ζέστη, τη διάρκεια ημέρας και νύχτας, τις βροχές, τις καταιγίδες κ.λ.π.

Όλοι αυτοί οι παράγοντες επηρεάζουν, άλλος λίγο, άλλος πολύ, το ψάρεμα του παραγαδιού, είτε θετικά, είτε αρνητικά, κατά περίπτωση.

Παρακάτω θα προσπαθήσω να περιγράψω τους ρόλους τους, όσο μπορώ πιο εμπεριστατωμένα.

Οι αέρηδες

Οι αέρηδες είναι φαινόμενα που εξελίσσονται είτε σε τοπικό, είτε σε υπερτοπικό επίπεδο. Π.χ. τα μελτέμια είναι αέρας υπερτοπικός, που σημαίνει ότι όταν εμφανίζεται θα φυσάει σε ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο ή τουλάχιστον σε μεγάλα τμήματα αυτού. Σε όλες αυτές τις περιοχές τα μελτέμια θα έχουν την ίδια κατεύθυνση, από βορά προς νότο, ενώ η έντασή τους μπορεί να διαφέρει από τόπο σε τόπο. Συνήθως οι μεγαλύτερες εντάσεις
παρατηρούνται στις ανοιχτές θάλασσες, δηλαδή στα πελάγη.
Αντίθετα, οι διάφορες θαλάσσιες αύρες (μπουκαδούρες) καθώς και οι λεγόμενοι στεριανοί νυχτερινοί αέρηδες, είναι καιροί τοπικοί και έχουν κατεύθυνση και ένταση που εξαρτώνται άμεσα από την μορφολογία της συγκεκριμένης περιοχής στην οποία εξελίσσονται.

Γενικά πάντως το ψάρεμα του παραγαδιού θέλει σχετικά ήσυχους καιρούς, γιατί η διαδικασία κυρίως του σηκώματος (λεβάρισμα) δυσκολεύεται πολύ από τις φουρτούνες, ιδιαίτερα όταν συμβαίνει ταυτόχρονα το σκάφος που διαθέτουμε να μην μας βοηθάει σχετικά.

Για παράδειγμα οι μικρές και ελαφρές πλαστικές βαρκούλες, με μήκη κάτω των 4-4,5 μέτρων και με εξωλέμβιες μηχανές, ενώ βολεύουν μια χαρά όταν η θάλασσα είναι ήσυχη, είναι εντελώς ακατάλληλες όταν ο κυματισμός ξεπερνάει τα 3-4 μποφόρ (και πολλά λέω).

Αντίθετα οι βαριές ξύλινες βάρκες, ιδιαίτερα των τύπων τρεχαντήρι ή γαΐτα, με τις επίσης βαριές και αργόστροφες εσωλέμβιες πετρελαιομηχανές, θεωρούνται αξεπέραστες σε ότι αφορά τη δυνατότητα να ανταπεξέρχονται με επιτυχία στις δυσκολίες που δημιουργούν οι αέρηδες.

Τα σκάφη όμως αυτά, δύσκολα μπορούν να χρησιμοποιηθούν από ερασιτέχνες, γιατί έχουν σοβαρότατες απαιτήσεις συντήρησης, τις οποίες οι ερασιτέχνες δύσκολα καλύπτουν.

Προσωπικά θεωρώ ως ιδανικό και «για όλες τις δουλειές» το σκαρί της υδραίικης «γιάλας», μιας βάρκας που τείνει με τα χρόνια να εξαφανιστεί. Πρόκειται για έναν τύπο «παπαδιάς» με πολύ ανασηκωμένο όμως τον «καθρέφτη» της και με ασυνήθιστα μεγάλο φάρδος, το οποίο δημιουργεί επίσης φαρδιά και άνετη κουβέρτα, καθώς και σεβαστό αμπάρι - αποθήκη. Είχε κατασκευαστεί στο μακρινό παρελθόν, για να εξυπηρετεί παλαιούς ψαράδες παράκτιας αλιείας, οι οποίοι ψάρευαν ταυτόχρονα με όλα σχεδόν τα είδη ψαρεμάτων. Στη βάρκα τους εύρισκες παραγάδια, δίχτυα, κολοβρέχτες (είδος μικρής τράτας είναι αυτό το εργαλείο), καμάκια, γυαλί, πετονιές, καθετές, κολπάδες κ.λ.π. Συνήθως η βάρκα είχε και άλμπουρο και λόγω αυτού και τη δυνατότητα να «κάνει πανιά» του τύπου «λατίνι» με εξαιρετική πλεύση. Ο κινητήρας της βέβαια ήταν αποκλειστικά κάποια εσωλέμβια πετρελαιομηχανή, αφού την εποχή εκείνη οι εξωλέμβιες δεν είχαν ακόμη ούτε καν εφευρεθεί.

Για την ιστορία να σημειώσω ότι τη βάρκα αυτή την αντέγραψε και την παρήγαγε σε πλαστική εκδοχή κάποιο ναυπηγείο στο Κορωπί Αττικής (Νικήτας) σε τέσσερα μοντέλα, δύο μήκους 4,30 μ. με πιλοτίνα ή χωρίς και δύο μήκους 5,60 μ. επίσης με πιλοτίνα ή χωρίς, τα οποία σταδιοδρόμησαν για αρκετό διάστημα, σταδιακά όμως το αγοραστικό τους ενδιαφέρον μειώθηκε, σε βαθμό που η παραγωγή τους εγκαταλείφθηκε, κυρίως γιατί οι μικρές ταχύτητες που είχαν δυνατότητα να αναπτύσσουν, θεωρήθηκαν σοβαρό μειονέκτημα από το αγοραστικό κοινό, που ήδη είχε κατευθυνθεί σε αγορές «γρήγορων» σκαφών, κυρίως φουσκωτών.

Αλλά, για να μη βγαίνουμε εντελώς εκτός θέματος, ας συνοψίσουμε για τους αέρηδες, καταλήγοντας ως εξής:

Για τον μέσο ερασιτέχνη, που συνήθως θα διαθέτει και ένα «μεσαίων» δυνατοτήτων αλιευτικό σκάφος, οι αέρηδες πάνω από 5 μποφόρ είναι ακατάλληλοι για ψάρεμα παραγαδιού από βάρκα.

Επομένως ένα πρώτο μέλημά μας, όταν θελήσουμε να ψαρέψουμε με παραγάδι, είναι να μάθουμε να παρακολουθούμε τις εξελίξεις των ανέμων από τα δελτία καιρού της Μετεωρολογικής Υπηρεσίας, τα οποία μπορούμε να τα βρίσκουμε πλέον με άνεση και κάθε λεπτομέρεια στο διαδίκτυο, με ακριβή εξειδίκευση για κάθε τόπο και χρόνο, ακόμη και για συγκεκριμένες ώρες της ημέρας.

Οι συνήθεις προβλέψεις έχουν χρονικούς ορίζοντες 3-4 και πολλές φορές α-κόμη περισσότερες ημέρες και είναι αρκετά αξιόπιστες.

Ταυτόχρονα όμως με τις προβλέψεις αυτές, πρέπει να μάθουμε, αξιοποιώντας συνεχώς τις εμπειρίες μας, τους τοπικούς καιρούς της περιοχής που ψαρεύουμε, γιατί αυτοί τις περισσότερες φορές, εξελίσσονται ανεξάρτητα από τις γενικές προβλέψεις και πολλές φορές τις διαφοροποιούν με την επίδρασή τους σημαντικά.

Για παράδειγμα, εγώ ψαρεύω κυρίως στον Αργολικό κόλπο, όπου το μελτέμι (ο βοριάς) για να ενοχλήσει, πρέπει να υπερβεί τα 4-5 μποφόρ, λόγω της ιδιαίτερης μορφολογίας του τόπου. Ενώ δηλαδή μαθαίνω από τις προβλέψεις ότι στο Αιγαίο φυσούν αέρηδες 6-7 μποφόρ και επικοινωνώντας με φίλους μου που βρίσκονται στα νησιά και ιδιαίτερα στις Κυκλάδες, μαθαίνω ότι δεν μπορούν ούτε καν να ... μπουν στη θάλασσα, εδώ την ίδια ώρα, ιδίως το καλοκαίρι, η θάλασσα μπορεί να είναι σχεδόν μπουνάτσα το πρωί και το απόγευμα να φυσούν μπουκαδούρες μόλις 2-3 μποφόρ, που αντί να με ενοχλούν, με δροσίζουν κιόλας.

Επίσης τα σημεία που θα επιλέγεις κάθε φορά για να καλάρεις, όταν θα φυσάει κάποιος αέρας, θα πρέπει να φροντίζεις να είναι πάντα στο σταβέντο (δηλαδή στο απάγκιο) του καιρού, ανάλογα με την κατεύθυνση που έχει ο αέρας κατά περίπτωση.

Εξαίρεση στα παραπάνω αποτελούν τα παραγάδια που δουλεύονται από τη στεριά, τα οποία, όπως γνωρίζουν καλά αυτοί που τα δουλεύουν, όχι μόνο δεν επηρεάζονται αρνητικά από τους αέρηδες, αλλά ευνοούνται σημαντικά. Για το είδος αυτό παραγαδιών θα μιλήσουμε αναλυτικότερα παρακάτω, αν και είναι θέμα το οποίο δεν το κατέχω από προσωπική εμπειρία και οι γνώσεις που θα καταθέσω, είναι προφανώς μεταγραφή από διάφορες πηγές.

Οι νοτιάδες (σοροκάδες) που εμφανίζονται κυρίως τους χειμώνες, καθώς και οι πουνέντηδες (δυτικοί άνεμοι) είναι αέρηδες ακατάλληλοι για το ψάρεμα του παραγαδιού, γιατί εκτός του ότι συνήθως είναι πολύ ισχυροί, έχουν και την ιδιότητα να ανακατεύουν τη θάλασσα και να τη θολώνουν σε μεγάλο βαθμό, πράγμα που στα περισσότερα είδη παραγαδιών δεν ευνοεί.

Βέβαια, όσα γράφω παραπάνω, ισχύουν αποκλειστικά για ερασιτέχνες, για ανθρώπους δηλαδή που δεν ... ζουν από το ψάρεμα. Οι επαγγελματίες είναι αναγκασμένοι να ... υπομένουν και να παλεύουν τις συνέπειες των αέρηδων, γιατί οι οικογένειές τους δεν ... τρώνε μόνο όταν έχει μπουνάτσες!

Προσωπικά, ακόμη αναρωτιέμαι πώς κατάφερνε να ρίχνει χοντρό παραγάδι με ζωντανό μάλιστα δόλωμα, ο επαγγελματίας ψαράς και πατέρας συμμαθητή μου, που ένα απόγευμα του καλοκαιριού μας είχε πάρει μαζί, εμένα και το γιο του (13 χρονών τότε) στην 5μετρη γαΐτα του, που για το καλάρισμα του παραγαδιού ταξίδευε ανοίγοντας ένα λατίνι που χρειαζόταν πάνω από 4 μποφόρ για να φουσκώσει για τα καλά. Ο κ. Γιάννης καθόταν μέσα στο πρυμνιό «κωστάκι» έχοντας δίπλα του ένα ξύλινο βαρελάκι με ζωντανά μικρόψαρα (καλόγριες, χειλούδες, σπάρους κ.λ.π.) που πριν λίγο είχε πιάσει με τον κωλοβρέχτη (μικρή τράτα) και όπως η βάρκα έτρεχε γερμένη στο πλάι από την πλαγιοδρομία του λατινιού, αυτός την κουμαντάριζε έχοντας τη λαγουδέρα κολλημένη στο πλευρό του και απτόητος βούταγε κάθε τόσο μέσα στο πρόχειρο ... ενυδρείο το χέρι του και πιάνοντας ένα - ένα τα ψαράκια, τα κάρφωνε από την ουρά και τα αμόλαγε στην θάλασσα. Δεν θυμάμαι ούτε μια στιγμή να του μπερδεύτηκε το παραγάδι. Τα παράμαλλα με τα χοντρά αγκίστρια έφευγαν το ένα πίσω από το άλλο στρωτά, καθώς η βαμβακερή καφετιά μάνα του παραγαδιού ξαμολιόταν από το καλαμένιο πανέρι στη θάλασσα.

Ήταν πολύ σκληροτράχηλοι αυτοί οι άνθρωποι. Οι παλάμες του κ. Γιάννη ήταν σκληρές σαν τσαρούχια και τα δάχτυλα των ποδιών του χοντρά και αραιά από την ξυπολησιά. Όλοι ήσαν απελπιστικά φτωχοί και θαλασσοπνιγόντουσαν για το μεροκάματο.

Πιστεύω ότι κάθε άνθρωπος που ασχολείται εντατικά με το ψάρεμα, σταδιακά αναπτύσσει κάποιου είδους «ένστικτο» που τον βοηθάει να προβλέπει σε μεγάλο μέρος τους τις εξελίξεις των αέρηδων, πρωτίστως για την κύρια περιοχή δραστηριοποίησής του. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό πρέπει να είναι το γεγονός ότι με την πάροδο του χρόνου η διαρκής παρατήρηση του καιρού γίνεται συνήθεια.

Εγώ, για παράδειγμα, τις εποχές που ψαρεύω εντατικά, πολλές φορές συλλαμβάνω τον εαυτό μου, βγαίνοντας το πρωί από το σπίτι μου, να κοιτάζω τον ορίζοντα, προσπαθώντας να «διαβάσω» την κατεύθυνση του αέρα και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του καιρού και αυτό γίνεται συνήθως ασυναίσθητα και ανεξάρτητα από το εάν πρόκειται να πάω ή όχι για ψάρεμα. Όταν αυτό θα σου συμβεί, μάλλον θα είσαι πανέτοιμος για καλές παραγαδίσιες ψαριές και όχι μόνο.

Και εδώ ταιριάζει μια ακόμα ιστορία, που αυτή τη φορά θα είναι σχετική με α-έρηδες και φουρτούνες. Πρόκειται για το πάθημα - μάθημα δυο φίλων μου, το ο-ποίο ελπίζω να σου δώσει να καταλάβεις από πρώτο χέρι, ότι «με τους αέρηδες στη θάλασσα, δεν πρέπει να παίζει κανείς!».

Είμαστε κάπου στα μέσα της 10ετίας του 1980 (γύρω στα 1982-83 πρέπει να ήταν). Ήταν από τις λίγες φορές στη ζωή μου που δεν διέθετα βάρκα και ψάρευα ελάχιστα, κυρίως με βάρκες φίλων. Ο λόγος ήταν ότι ήμουνα πολύ πιεσμένος επαγγελματικά, λόγω μεγάλου φόρτου δουλειάς, είχα μόλις αποκτήσει και τον γιο μου και ο χρόνος ήταν αυστηρά ... μετρημένος.

Τρεις κολλητοί μου φίλοι και μαθητές μου στο ψάρεμα, αποφάσισαν να αγορά-σουν συνεταιρικά μια μικρή (3,60 μ.) πλαστική βάρκα, με μια εξωλέμβια μηχανή, γύρω στους 10-15 ίππους, αν θυμάμαι καλά, και άρχισαν να ψαρεύουν με καθετές σε διάφορα μέρη της Αττικής, κουβαλώντας τη μικρή τους βάρκα με τρέιλερ. Κάποιο Σάββατο, οι δυο από αυτούς, με κάλεσαν να πάω μαζί τους για ψάρεμα το πρωί της Κυριακής, αφού ο τρίτος είχε δουλειά και η θέση... χήρευε. Η πρόταση ήταν εξαιρετικά δελεαστική, γιατί αφενός είχα πολύ καιρό να ψαρέψω λόγω δουλειάς και αφετέρου επειδή τα παιδιά αυτά ήταν πολύ καλή παρέα και κάθε φορά που πηγαίναμε μαζί περνάγαμε καλά. Από την άλλη όμως, η δουλειά με ήθελε στο πόδι και Κυριακές και γιορτές και μέρες και βράδια, γιατί τα πράγματα ήταν πολύ ζόρικα.

Μετά από λίγη σκέψη, απάντησα ότι θα το σκεφτώ και θα απαντήσω αργότερα. Συγκεκριμένα είπα στους φίλους μου να μου τηλεφωνήσουν μόλις θα ξεκίναγαν από την Καισαριανή και αν αποφάσιζα να τους ακολουθήσω θα περνούσαν να με πάρουν από την Ηλιούπολη που έμενα τότε, για να πάμε να ψαρέψουμε κατά τη Βάρκιζα. Συνήθως ξεκινάγαμε γύρω στις 3 τη νύχτα, για να είμαστε στον τόπο κατά τις 5-6 το ξημέρωμα.

Πράγματι 3 η ώρα τη νύχτα χτύπησε το τηλέφωνο και ο Κώστας, που ήταν στην άλλη μεριά της γραμμής, με ρώτησε τι αποφάσισα τελικά. Του απάντησα να περιμένει και βγήκα για μια στιγμή στο μπαλκόνι του διαμερίσματος για να κοιτάξω τον ορίζοντα. Τώρα, τι θα έβλεπα νυχτιάτικα, ούτε κι εγώ ήξερα, έτσι μου ήρθε όμως στο μυαλό και του είπα, όπως ήμουνα αγουροξυπνημένος. Βγαίνοντας λοιπόν για λίγο στο μπαλκόνι, χάζεψα τον ουρανό και γυρίζοντας στο τηλέφωνο (τότε δεν υπήρχαν ασύρματα να τα παίρνεις μαζί σου) απάντησα στο φίλο μου ότι δεν μπορώ να τους ακολουθήσω. Αυτός με ρώτησε γιατί και ασυναίσθητα του απάντησα αυθόρμητα ότι «δεν μου αρέσει καθόλου ο καιρός».

Να σημειωθεί βέβαια ότι εκείνα τα χρόνια προβλέψεις καιρού για τους ερασιτέχνες ψαράδες, υπήρχαν μεν, το πολύ όμως για την επόμενη ημέρα και πολλές φορές έπεφταν τελείως έξω. Ο Κώστας προσπάθησε να με μεταπείσει, εγώ έμεινα σταθερός στην απόφασή μου κι έτσι για ψάρεμα πήγαν μόνο οι δυο τους.

Ακόμη και σήμερα δεν μπορώ να θυμηθώ και να καταλάβω με ποιο τρόπο η παρατήρηση του καιρού με έκανε να αποφασίσω έτσι, δεδομένου ότι μέχρι εκείνη την ώρα έκλεινα περισσότερο προς το να πάω, το είχα μάλιστα ήδη συζητήσει νωρίτερα και με τη σύζυγό μου και της το είχα ανακοινώσει.

Εν τέλει την άλλη μέρα πρωί - πρωί, γύρω στις 7, ξεκίνησα για το γραφείο μου, όπου ήμουνα πνιγμένος κυριολεκτικά στη δουλειά, και δεν ξανασκέφτηκα τους φίλους μου, που εκείνη την ώρα θα ψάρευαν

Η επαγγελματική μου στέγη ήταν τότε ένα ρετιρέ 6ου ορόφου στη οδό Σολωμού, δίπλα στο Πολυτεχνείο. Το δώμα αυτό είχε μπροστά του μια μεγάλη ελεύθερη ταράτσα, την οποία κάλυπτε μια μεγάλη τέντα, που όταν πήγα στο γραφείο την κατέβασα, για να προστατευτώ από τον ήλιο, που είχε ήδη ανατείλει, αφού ήταν ντάλα καλοκαίρι.

Κατά τις 10, καθώς δούλευα μπροστά σε ένα πληκτρολόγιο, ακούω την τέντα να χτυπάει πάνω - κάτω δαιμονισμένα και έναν ισχυρό αέρα να φυσάει ξαφνικά πολύ δυνατά, κάτι σαν ανεμοστρόβιλος. Βγαίνω γρήγορα στην ταράτσα, ανεβάζω γρήγορα - γρήγορα την τέντα για να μην σκιστεί και γυρίζοντας στη θέση μου, τηλεφωνώ αμέσως στη σύζυγό μου και της ζητάω να ανεβάσει όλες τις τέντες του σπιτιού μας στην Ηλιούπολη, γιατί ήταν και αυτές μεγάλες και μόλις πριν λίγες μέρες εγκατεστημένες και αδοκίμαστες και φοβήθηκα ότι ο τόσο δυνατός αέρας θα μπορούσε φθάνοντας και εκεί να τους κάνει ζημιά.

Κατά τις 1 το μεσημέρι και ενώ ετοιμαζόμουνα να κατέβω να πάρω καμιά τυρόπιτα να κολατσίσω, χτυπάει το τηλέφωνο και είναι η σύζυγος ενός από τους δύο φίλους, η οποία ακούγεται πολύ ταραγμένη.

Μιχάλη, μου λέει, πριν από λίγο με πήρε ένας γείτονας και φίλος, (ερασιτέχνης ψαράς και αυτός με ένα μικρό φουσκωτό), και μου είπε ότι ήσαν κοντά - κοντά καμιά 10αριά βάρκες και ψάρευαν καθετή, (μαζί και με τη βάρκα των φίλων μου), όταν έπιασε ένας πολύ δυνατός αέρας και όλοι σήκωσαν τις άγκυρες και έφυγαν επί τροχάδην για την παραλία. Οι δύο φίλοι μου όμως δεν έφυγαν και παρέμειναν εκεί, πιστεύοντας ότι ο αέρας θα «κόψει». Δυστυχώς αυτό δεν συνέβη και όταν πια αποφάσισαν να ξεκινήσουν για την παραλία, ήταν αδύνατο με τη μικρή πλαστική βάρκα να φτάσουν εκεί. Οι άλλοι που είχαν ήδη βγει έξω τους είδαν να αράζουν στο σταβέντο ενός μικρού νησιού, που απέχει από την παραλία περίπου 500 - 1000 μέτρα. Είναι αυτό το μικρό νησί που βλέπουμε στα ανοιχτά όταν περνάμε την τρύπα του Καραμανλή, για όσους γνωρίζουν την περιοχή Βούλας - Βουλιαγμένης στην παραλία της Αττικής.

Το ζήτημα λοιπόν στη συνέχεια εξελίχθηκε ως εξής:

Ο γείτονας που πρόλαβε και βγήκε έξω, είδε τους δυο φίλους μου που άραξαν στη νησί και μόλις βρήκε τηλέφωνο (τα σωτήρια κινητά δεν υπήρχαν τότε) ειδοποίησε τα σπίτια τους. Η σύζυγος του φίλου μου, μού τηλεφωνούσε για να με παρακαλέσει να πάρω το αυτοκίνητό μου, να περάσω να την πάρω από το σπίτι της και να πάμε μαζί προς τα εκεί που της είχε πει ο γείτονας ότι βρίσκονταν οι δυο φίλοι μου.

Έτσι κι έγινε. Όταν φτάσαμε εκεί μάθαμε ότι ήδη το λιμεναρχείο είχε ειδοποιηθεί και κινητοποιηθεί και πήγαμε για να ρωτήσουμε τι μέλλει γενέσθαι. Το πράγμα στο μεταξύ είχε πάρει πολύ σοβαρή τροπή, γιατί οι φίλοι μου δεν ήσαν οι μόνοι που είχαν ξεμείνει στη θάλασσα λόγω της φουρτούνας. Επρόκειτο για μπουρίνι με ανέμους 10-11 μποφόρ, που εμφανίστηκε τελείως ξαφνικά, με αποτέλεσμα να έχουν αιφνιδιαστεί αρκετοί. Το λιμεναρχείο καθησύχαζε τους διάφορους συγγενείς και φίλους των «ναυαγών» ότι τους έχει εντοπίσει όλους και πρόκειται να τους βγάλει σύντομα στη στεριά, αλλά ο κόσμος πού να ησυχάσει όταν έβλεπε ότι η ώρα περνούσε και τίποτα δεν γινόταν. Στο μεταξύ είχαν καταφθάσει και δημοσιογράφοι εφημερίδων, οι οποίοι ρωτάγανε πιεστικά όποιον εύρισκαν μπροστά τους για να συγκεντρώσουν πληροφορίες (εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ακόμη κάμερες και κανάλια).

Τελικά, όταν είχε πια σχεδόν βραδιάσει, ένα μεγάλο αλιευτικό τρεχαντήρι εμφανίστηκε, έχοντας περισυλλέξει κάμποσους κατατρομαγμένους ερασιτέχνες ψαράδες, τραβώντας πίσω του και μερικές από τις βάρκες των ναυαγών. Ακολούθησαν αγκαλιές, φιλιά και αστραπές από τα φλας των φωτογράφων, που τράβαγαν φωτογραφίες για δημοσίευση.

Η ιστορία όμως δεν τελειώνει εδώ, γιατί είχε και την αστεία πλευρά της στη συνέχεια.

Ξεκινώντας να φύγουμε για τα σπίτια μας, πρότεινα να περάσουμε από το δικό μου για να βάλουμε ένα μεζεδάκι, να τσιμπήσουμε κάτι και να χαλαρώσουμε, ακούγοντας τις λεπτομέρειες της περιπέτειας από τους ίδιους τους παθόντες.

Έτσι κι έγινε. Την ώρα όμως που καθόμαστε στο τραπέζι και καλαμπουρίζαμε, παρατήρησα ότι οι δυο φίλοι μου δεν κοιταζόντουσαν, ούτε συνομιλούσαν, σαν να είχαν κάποιο πρόβλημα μεταξύ τους. Ρωτάω λοιπόν αυθόρμητα μεγαλοφώνως: «Ρε σεις, τι έχετε πάθει και κρατάτε μούτρα μεταξύ σας;». Αυτοί κοιτάχθηκαν για λίγο αμήχανα και μετά άρχισαν με τα κεφάλια κάτω, να μας διηγούνται το λόγο της μεταξύ τους ψυχρότητας, η οποία ήταν ολοφάνερη.

Όπως πολλοί από εμάς, έτσι κι αυτοί, πηγαίνοντας για ψάρεμα είχαν πάρει μαζί τους κάποιο κολατσιό. Τα γνωστά, λίγο ψωμί, τυρί, ελίτσες και καμιά ντομάτα. Όταν «ναυαγήσανε» στο νησί, ο Κώστας άρπαξε το κολατσιό και δεν το έδινε στο Γιάννη με κανένα τρόπο, λέγοντας ότι πρέπει να το φυλάξουνε γιατί κανείς δεν ήξερε πόσο θα μπορούσε να μείνουν εκεί. Ο Γιάννης επέμενε να του δώσει το κολατσιό ή τουλάχιστον το μερίδιό του, γιατί είχε πεινάσει, ο Κώστας όμως δεν του το έδινε με τίποτα και αντί να κοιτάνε πώς θα βγούνε από τη δύσκολη κατάσταση, αυτοί είχαν πιαστεί και καυγαδίζανε για ένα κομμάτι ψωμί και μια ντομάτα. Τόσο είχαν τρομοκρατηθεί από το πάθημά τους, ώστε ο πανικός να τους έχει αφαιρέσει τελείως τη δυνατότητα εκλογίκευσης της κατάστασης.

Το καλύτερο όμως της ιστορίας βγήκε την επόμενη μέρα.

Κάποιος δημοσιογράφος της «Ελευθεροτυπίας» είχε τραβήξει μέσα στο Λιμεναρχείο μια στάση, όπου ο Κώστας στεκόταν δίπλα σε μια άγνωστη κυρία με τέτοιο τρόπο που φαινόταν να αποτελούν... αντρόγυνο. Η φωτογραφία αυτή δημοσιεύθηκε στο πρωτοσέλιδο την επόμενη μέρα και το τι έγινε από τα τηλεφωνήματα των γνωστών και φίλων που έσπευσαν να ενημερωθούν για το υποτιθέμενο σκάνδαλο του Κώστα που δήθεν συνελήφθη στα πράσα να... τσιλημπουρδίζει δεν λέγεται. Βέβαια τα πράγματα σύντομα διευκρινίστηκαν και το θέμα ως προς αυτή την πλευρά έληξε συντομότατα. Ευτυχώς μετά τις αμοιβαίες εξηγήσεις έληξε και η μεταξύ τους παρεξήγηση για το κολατσιό και οι τότε φίλοι, εξακολουθούν να είναι καλοί φίλοι μέχρι και σήμερα. Η μικρή πλαστική βάρκα όμως πουλήθηκε άρον - άρον και κανείς από τους δυο τους δεν ξαναπήγε για ψάρεμα. Προφανώς ήσαν και οι δυο τους περιστασιακοί ψαράδες και όχι παθιασμένοι τρελοί σαν και ελλόγου μου, που μόνο ... πνιγμένους μπορείς να τους βγάλεις από τη θάλασσα.

Το περίεργο είναι ότι ο τρίτος της παρέας, ο Γιώργος, λίγο μετά άνοιξε κατάστημα με είδη αλιείας που πολύ σύντομα το έκλεισε γιατί δεν πήγε καθόλου καλά και αυτή είναι η μία από τις δυο μου απορίες που μου έμειναν αναπάντητες από την ιστορία αυτή.

Η άλλη είναι τι ήταν άραγε αυτό που με έκανε νυχτιάτικα να προβλέψω αυτή την κακοκαιρία και να γλυτώσω την όλη ταλαιπωρία; Γιατί μέσα βαθιά μου το ξέρω ότι την πρόβλεψα κι ας μη μπορώ να το αποδείξω ούτε στον εαυτό μου. Το ίδιο μου έχει συμβεί και σε άλλες περιπτώσεις από τότε, αυτή όμως ήταν η πιο χαρακτηριστική.

Η επίδραση των αέρηδων πάντως, δεν είναι πάντα κακή. Κάτω μάλιστα από εξαιρετικά ... σατανικές προϋποθέσεις, μπορεί να σου βγει και σε καλό. Βλέπεις η θάλασσα είναι για πάντα απρόβλεπτη, σε βαθμό που πολλές φορές, με κάνει να αναρωτιέμαι αν είναι αυτός άραγε ο λόγος που μας βαράει κατακούτελα και μας κάνει να τρέχουμε νυχτιάτικα μέσα σε χίλιες δυο κακουχίες, ελπίζοντας να φέρουμε στο σπίτι ένα - δυο κιλά σπαράκια τις περισσότερες φορές και δεν πάμε στην ψαραγορά, όπου μπορούμε να τα πάρουμε ακόμη και τσάμπα (που λέει ο λόγος) καμιά φορά. Άσε που αρκετοί από εμάς, δεν είναι ούτε καν ψαροφαγάδες και όταν πιάνουνε κάτι της προκοπής, αναγκάζονται να το χαρίζουν δεξιά κι αριστερά, για να μην πάει εντελώς χαμένο.

Η επόμενη ιστορία θα μας δείξει και αυτού του λόγου το αληθές.

Είναι καλοκαίρι απόγευμα, στο Πόρτο Χέλι Ερμιονίδας, όπου είναι το βασικό μου ψαρευτικό στέκι από το 1980 και μετά. Την εποχή που μιλάμε (τέλη 10ετίας του 1980) στην περιοχή αυτή υπήρχε ακόμη η δυνατότητα να βγάζει κανείς καραβιδάκι (μαμούνι) σε κάποιο βιβάρι που υπάρχει εδώ και να μην το αγοράζει από πουθενά. Έτσι κι εγώ, ξεκινώντας περίπου από τις 4 μ.μ. μέσα στον ήλιο του ντάλα μεσημεριού, έχω πάει στη λίμνη (έτσι το λέμε εδώ το βιβάρι) με το φτυάρι και τη γκαγκάβα (πρόκειται για μεγάλη ειδικού σχήματος απόχη) και έχω... εξορύξει περίπου 300 καραβιδάκια, τα οποία λίγο μετά, στη βεράντα του σπιτιού μου, ξεκίνησα να τα δολώνω πίνοντας απογευματινό καφέ. Την ώρα που κόντευα να τελειώσω το δόλωμά τους (περί την 8 μ.μ.) σε ένα 300άρι ψιλό παραγάδι, με «χτυπάει» στο πρόσωπο ένα ελαφρύ μεν, χαρακτηριστικό δε ρεύμα αέρα, που το «αλάνθαστο» (ναι, καλά ...) ένστικτό μου ... προέβλεψε ως προπομπό ενός επερχόμενου πουνέντη. Να σημειώσω ότι στην περιοχή αυτή ο πουνέντης (που κατά κανόνα βγαίνει εντελώς αιφνιδιαστικά) είναι κανονικό μπουρίνι και «βουλιάζει βαπόρια», πράγμα που σημαίνει ότι ούτε να το διανοηθείς να μπεις στη θάλασσα με τέτοιο καιρό.

Ένα τέταρτο της ώρας αργότερα, όταν ο πουνέντης είχε ήδη σηκώσει όλες τις ομπρέλες της παραλιακής πλαζ και με βαριά καρδιά, έσπρωξα το δολωμένο παραγάδι σε μια γωνιά της αποθήκης μου και άραξα στην τηλεόραση, μη έχοντας κάτι καλύτερο να κάνω, ενώ τον άκουγα περίλυπος να βυσσοδομεί στην παραλία (το σπίτι μου είναι περίπου 50 - 100 μέτρα από τη θάλασσα).

Την εποχή εκείνη δεν είχα ακόμη μάθει ότι το καραβιδάκι μπορεί να ξεραθεί στον ήλιο και να πέσει στη θάλασσα κάποια άλλη μέρα, χωρίς σοβαρή απώλεια της ... δελεαστικής του ικανότητας. Έτσι άρχισε αμέσως να με απασχολεί τι θα έκανα το δολωμένο παραγάδι, δεδομένου ότι 1-2 μέρες μετά το καραβιδάκι θα άρχιζε να βρωμάει ανυπόφορα. Αποφάσισα να πάω, μόλις θα έκοβε ο πουνέντης, να το καλάρω πρόχειρα στη θάλασσα, μόνο και μόνο για να αφαιρέσω από πάνω του τα βρώμικα πλέον καραβιδάκια και στη συνέχεια να το νετάρω.

Έτσι κι έγινε. Κατά τις 10 το πρωί της επομένης, ο πουνέντης είχε καλμάρει εντελώς και παρότι η θάλασσα ήταν ανακατεμένη σαν ... γιαούρτι, εγώ μπήκα μέσα για να ρίξω το παραγάδι σε κάποια αμμουδιά ή φυκιάδα, ώστε να μην κολλήσει πουθενά, αλλά απλώς και μόνο για να το ... ξανασηκώσω. Μόλις τελείωσα το καλάρισμα και έβαλα το καλαδούρι του τέλους, γύρισα στην αρχή και άρχισα να το σηκώνω σκεπτόμενος ότι δεν θα είναι απίθανο να βρω και κανένα χάνο πιασμένο στο μεταξύ.

Ω, του θαύματος όμως, τα πράγματα εξελίχθηκαν εντελώς διαφορετικά. Κάπου στα τελευταία 10 αγκίστρια το παραγάδι άρχισε να «βαραίνει» υπερβολικά, παρά το ότι το μέρος είχε βάθος 10-15 περίπου μέτρα και στο βυθό δεν υπήρχε βράχος ούτε για δείγμα. Σκέφτηκα ότι θα έχω πιάσει καμιά «πατσαβούρα» και άρχισα να καταριέμαι από μέσα μου την τύχη μου.

Η σφυρίδα που σήκωσα στο τρίτο από το τέλος αγκίστρι ήταν 6,5 κιλά! Από τις μεγαλύτερες που έχω πιάσει στη ζωή μου, είτε σε συρτή βυθού, είτε σε ζόγκα, είτε σε μολύβι φύλακα, είτε ακόμη και σε παραγάδι με ζωντανό. Το ακόμη εκπληκτικότερο ήταν ότι το ψάρι είχε καρφωθεί με το 14άρι αγκιστράκι του ψιλού παραγαδιού, σε μία λεπτή «πετσούλα» των χειλιών του, που παρόλα αυτά το είχε κρατήσει και το ακόμη πιο παράξενο, ότι το ζώο ήταν εντελώς ψόφιο και με την κύστη πεταγμένη έξω, σαν να είχε πιαστεί ώρες πριν και σε κάποιο σεβαστό βάθος, πάνω από 40-50 μέτρα, γιατί όπως οι περισσότεροι γνωρίζουμε, από τέτοια βάθη και πάνω, η κύστη πετάγεται και προβάλει μέσα στο στόμα σαν μικρό μπαλόνι.

Οδηγώντας τη βάρκα στο αραξοβόλι της, προσπαθούσα να εξηγήσω πώς μπορεί να πιάστηκε αυτό το ψάρι. Σκεπτόμουνα ότι μπορεί να έφαγε κάποιο σπάρο ή γύλο που είχε πιαστεί στην καραβίδα και να την πάτησε. Όμως ο τρόπος που ήταν καρφωμένο δεν ταίριαζε με αυτό το σενάριο. Άλλωστε ούτε και στα εντόσθιά του, που τα έψαξα στη συνέχεια σχολαστικά, βρήκα κάτι τέτοιο. Προσπαθούσα επίσης να εξηγήσω γιατί ψόφησε μέσα σε τόσο λίγο χρόνο, όταν όλοι γνωρίζουμε ότι ειδικά τα «μαύρα» ψάρια ζουν εκτός θάλασσας αρκετή ώρα, αν μάλιστα τα καταβρέχεις ταχτικά ή τα σκεπάσεις με καμιά βρεγμένη λινάτσα, μπορεί να φτάσουν μέχρι και τις 3-4 ώρες. Στην περίπτωσή μου όμως, από τη στιγμή που το συγκεκριμένο αγκίστρι έπεσε στη θάλασσα δολωμένο μέχρι τη στιγμή που ανασύρθηκε με το ψάρι πιασμένο, μεσολαβούσε χρόνος περί τα 30 - 45 λεπτά της ώρας το πολύ.

Ακόμη και σήμερα αναρωτιέμαι μήπως όλα αυτά τα είδα στον ύπνο μου, σε κάποιο τόσο έντονο όνειρο που μου έμεινε στη μνήμη σαν πραγματικότητα, με διαψεύδει όμως το ... κρανίο της σφυρίδας, που η αδερφή μου (δεινή ... σφυριδοφάγος) αφού το... έγλειψε από όλα όσα ήταν κολλημένα επάνω του, το έχει φυλαγμένο σαν αναμνηστικό και το επιδεικνύει στο τραπεζάκι του σαλονιού του σπιτιού της.

Ηθικό δίδαγμα: «Ο πουνέντης μπορεί να κάνει καμιά φορά καλό!».

Οι βροχές και οι καταιγίδες
Πολλά λέγονται για την επίδραση της βροχής στη γενική συμπεριφορά των ψαριών αλλά και ειδικότερα σε σχέση με το παραγάδι. Εγώ ομολογώ ότι τόσα χρόνια που ψαρεύω με αυτόν τον τρόπο, δεν μπορώ να πω ότι έχω βγάλει κάποιο σταθερό συμπέρασμα σχετικά. Για μένα, όταν η βροχή με βρίσκει στη θάλασσα να ρίχνω ή να σηκώνω παραγάδι, το μόνο που σημαίνει είναι ότι πρέπει να φορέσω τη νιτσεράδα μου, για να μη γίνω ... μούσκεμα.

Ακούω ακόμη ότι μετά τη βροχή τα ψάρια τσιμπάνε σαν τρελά, τέτοιο πράγμα όμως ο ίδιος δεν έτυχε ποτέ να διαπιστώσω.

Βέβαια οι περιπτώσεις που όταν η βροχή τελειώσει εμφανίζεται ένας λαμπερός ήλιος και σε συνδυασμό με την πεντακάθαρη ατμόσφαιρα που ακολουθεί τη βροχή, σε αποζημιώνει για όλη την ταλαιπωρία, είναι από τις ομορφότερες στη θάλασσα.

Άλλο όμως η αθώα βροχή και άλλο οι ξαφνικές καταιγίδες που συνήθως συνοδεύονται και από ισχυρούς αέρηδες και τσουχτερό κρύο, ειδικά το χειμώνα. Αυτές είναι επικίνδυνο πράγμα και σημαίνουν την άμεση διακοπή όλων των ψαρευτικών δραστηριοτήτων. Όσες φορές έτυχε να με βρει τέτοια θεομηνία, χωρίς να προλάβω να σηκώσω το παραγάδι που είχα ρίξει τρεις - τέσσερις ώρες πριν, όταν στη συνέχεια κατάφερα να το σηκώσω λίγο αργότερα, διαπίστωσα ότι η επίδραση της κακοκαιρίας ήταν πάντα αρνητική.

Στο σημείο αυτό οφείλω να ομολογήσω ότι οι γρήγορες βάρκες με τις δυνατές εξωλέμβιες μηχανές, αποτελούν εγγύηση ασφάλειας απέναντι σε τέτοιες εκδηλώσεις του καιρού, σε αντίθεση με τις αργές βάρκες με τις εσωλέμβιες πετρελαιομηχανές, που είναι η δική μου προτίμηση, που σε υποχρεώνουν να ... «φας κατακέφαλα» όλο το μπουρίνι, αν δεν καταφέρεις με κάποιο τρόπο να το προ-βλέψεις. Όλες οι επιλογές έχουν βλέπεις τα θετικά και τα αρνητικά τους.

Οι εποχές
Προφανώς δεν έχω τη δυνατότητα να μιλήσω για όλες τις περιοχές της Ελλάδας, αφού οι τόποι που έχω ο ίδιος επισκεφτεί και ψαρέψει είναι ελάχιστοι μπροστά στο σύνολο του Ελλαδικού χώρου. Εκτός αυτού πολλές περιοχές έχουν και τις δικές τους ιδιαιτερότητες, που για να τις κατέχεις πρέπει να είσαι ή ντόπιος ψαράς ή μανιώδης επισκέπτης της. Αν εξαιρέσουμε πάντως αυτή την τελευταία κατηγορία, πάνω κάτω τα ίδια ισχύουν για τις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας.

Οι γενικοί κανόνες που διέπουν την επίδραση των εποχών στην συμπεριφορά των διαφόρων αλιευμάτων είναι οι εξής:

Τους χειμερινούς μήνες, Δεκέμβριο, Ιανουάριο, Φεβρουάριο που τα νερά στις ακρογιαλιές είναι κρύα, τα περισσότερα είδη οδεύουν προς βαθύτερα νερά. Στα ρηχά παραμένουν τα χταπόδια, οι σουπιές και μερικά μόνο είδη ψαριών, όπως τα κεφαλόπουλα, οι χειλούδες (λαπίνες), και κάποιοι γύλοι.

Επομένως και οι παραγαδιάρηδες, που στοχεύουν σε σαργούς, λυθρίνια κ.λ.π. πρέπει να τα αναζητήσουν στα βαθιά.

Με την έλευση της άνοιξης (Μάρτιος, Απρίλιος, Μάιος) όλα τα είδη που είχαν απομακρυνθεί από τις παραλίες αρχίζουν σταδιακά να επιστρέφουν, ενώ τα περισσότερα αυτή την εποχή αποχύνουν τα αυγά τους και είναι εξαντλημένα, αδύνατα και πεινασμένα. Αυτή την εποχή τα παραγάδια μπορούν να δουλέψουν και σε μεσαία βάθη με καλή απόδοση.

Τους καλοκαιρινούς μήνες, που η θάλασσα κοντά στις ακτές είναι ζεστή, τότε αποδίδουν και παραγάδια που καλάρονται στα ρηχά. Εκεί βρίσκουμε κυρίως τους σαργούς, τους συκιούς ή παντελήδες, τα σκαθάρια, τους σπάρους, τις μουρμούρες, τα μελανούρια και τις τσιπούρες. Αυτό δεν σημαίνει ότι στα βαθιά τα ψάρια χάνονται. Τα ίδια ισχύουν και για τα μαύρα ψάρια, δηλαδή τις σφυρίδες, στήρες, ροφούς κ.λ.π.

Το φθινόπωρο είναι η καλύτερη εποχή για το παραγάδι. Τους μήνες Σεπτέμβρη, Οκτώβρη και Νοέμβρη, τα ψάρια είναι καρδαμωμένα και τσιμπάνε πολύ καλά.

Στις παραπάνω γενικεύσεις υπάρχουν, όπως σε όλα, και οι εξαιρέσεις:

Για παράδειγμα από την κατηγορία των μαύρων ψαριών ο βλάχος δεν βρίσκεται ποτέ στα ρηχά, αλλά αποκλειστικά στα βαθιά έως πολύ βαθιά νερά, ανεξάρτητα από την εποχή.

Τα λυθρίνια και τα φαγκριά επίσης δεν γιαλώνουν ποτέ. Για να τα πιάσουμε, κυρίως τα μεγάλα, πρέπει να καλάρουμε σε βάθη μεγαλύτερα των 30-40 μέτρων, ανεξάρτητα από τις εποχές.

Όλα τα παραπάνω είδη ανήκουν στην κατηγορία των μη μεταναστευτικών ψαριών. Αυτό σημαίνει ότι οι μετακινήσεις τους ανάλογα με τις εποχές είναι μικρές σε απόσταση.

Αντίθετα τα μεταναστευτικά ψάρια, δηλαδή οι κολιοί, τα σαβρίδια, τα κοκκάλια, οι παλαμίδες, οι τόννοι, οι γόπες, τα γοφάρια, τα μαγιάτικα, οι κυνηγοί, οι λούτσοι, οι λίτσες και τα υπόλοιπα αφρόψαρα, μερικά των οποίων ψαρεύονται με παραγάδια του αφρού (αφροπαράγαδα) διανύουν μεγάλες αποστάσεις και είναι περαστικά από τις διάφορες περιοχές, συγκεκριμένες εποχές του χρόνου.

Προσωπικά από αυτά τα είδη έχω ψαρέψει μόνο γόπες με αφροπαράγαδο, αποκλειστικά τους χειμερινούς μήνες, στην περιοχή μου. Όλα τα άλλα είδη τα ψα-ρεύω με άλλες τεχνικές.


Συνεχίζεται …
 

Powered by Blog - Widget
Τα cookies είναι σημαντικά για την εύρυθμη λειτουργία του psarema-skafos.gr και για την βελτίωση της online εμπειρία σας.
Επιλέξτε «Αποδοχή» ή «Ρυθμίσεις» για να ορίσετε τις επιλογές σας.